ἐμπροίκιος: Difference between revisions
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(big3_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emproikios | |Transliteration C=emproikios | ||
|Beta Code=e)mproi/kios | |Beta Code=e)mproi/kios | ||
|Definition= | |Definition=ἐμπροίκιον, ([[προίξ]]) [[given by way of dower]], <b class="b3">ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι</b>, App.''Mith.''75, ''BC''1.10; <b class="b3">δισμύρια τάλαντα ἐ.</b> Anon.Hist. in ''Rev.Ét.Gr.'' 5.321:—also [[ἔμροικος]], ον, ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[entregado o aportado como dote]] διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[dote]] λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.<i>Mith</i>.75, cf. <i>BC</i> 1.10, <i>Orac.Sib</i>.11.288. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἐμπροίκιος''': -ον, (προὶξ) ὁ διδόμενος ἢ δοθεὶς ὡς [[προίξ]], λέγεται δ’ ἡ [[πόλις]] [[ἐμπροίκιος]] ὑπὸ Διὸς τῇ κόρῃ δοθῆναι Ἀππ. Μιθρ. 75, Ἐμφύλ. 1. 10. | |lstext='''ἐμπροίκιος''': -ον, (προὶξ) ὁ διδόμενος ἢ δοθεὶς ὡς [[προίξ]], λέγεται δ’ ἡ [[πόλις]] [[ἐμπροίκιος]] ὑπὸ Διὸς τῇ κόρῃ δοθῆναι Ἀππ. Μιθρ. 75, Ἐμφύλ. 1. 10. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἐμπροίκιος]], -ον (Α)<br />αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως [[προίκα]] («λέγεται δ' ἡ [[πόλις]] ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμπροίκιον, (προίξ) given by way of dower, ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι, App.Mith.75, BC1.10; δισμύρια τάλαντα ἐ. Anon.Hist. in Rev.Ét.Gr. 5.321:—also ἔμροικος, ον, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
entregado o aportado como dote διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5
•subst. τὸ ἐ. dote λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.Mith.75, cf. BC 1.10, Orac.Sib.11.288.
German (Pape)
[Seite 817] zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπροίκιος: -ον, (προὶξ) ὁ διδόμενος ἢ δοθεὶς ὡς προίξ, λέγεται δ’ ἡ πόλις ἐμπροίκιος ὑπὸ Διὸς τῇ κόρῃ δοθῆναι Ἀππ. Μιθρ. 75, Ἐμφύλ. 1. 10.
Greek Monolingual
ἐμπροίκιος, -ον (Α)
αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως προίκα («λέγεται δ' ἡ πόλις ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.).