νοσηματικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nosimatikos
|Transliteration C=nosimatikos
|Beta Code=noshmatiko/s
|Beta Code=noshmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">morbid, diseased</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>725a11</span>; ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>881b8</span>; τὰ ν. <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>521a28</span>; ν. τῷ σώματι Plu.2.245c. Adv. -κῶς <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.10.5</span>.</span>
|Definition=νοσηματική, νοσηματικόν, [[morbid]], [[diseased]], Arist.''GA''725a11; ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Id.''Pr.''881b8; τὰ ν. Id.''HA''521a28; ν. τῷ σώματι Plu.2.245c. Adv. [[νοσηματικῶς]] [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.10.5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[maladif]], [[malade]].<br />'''Étymologie:''' [[νόσημα]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[krank]], [[kränklich]]</i>; Arist. <i>Magn. mor</i>. 2.6; Plut.; auch adv.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσηματικός:''' [[больной]], [[болезненный]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσημᾰτικός''': -ή, -όν, [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 18, 44· ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 5. 9· τὰ ν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 10, 5.
|lstext='''νοσημᾰτικός''': -ή, -όν, [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 18, 44· ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 5. 9· τὰ ν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 10, 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />maladif, malade.<br />'''Étymologie:''' [[νόσημα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσηματικός]], -ή, -όν (Α) [[νόσημα]]<br /><b>1.</b> [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νοσηματικά</i><br />τα νοσήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματικῶς</i> (Α)<br />με νοσηματικό τρόπο, νοσηρά.
|mltxt=[[νοσηματικός]], -ή, -όν (Α) [[νόσημα]]<br /><b>1.</b> [[νοσηρός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νοσηματικά</i><br />τα νοσήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματικῶς</i> (Α)<br />με νοσηματικό τρόπο, νοσηρά.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσηματικός:''' больной, болезненный Arst., Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσημᾰτικός Medium diacritics: νοσηματικός Low diacritics: νοσηματικός Capitals: ΝΟΣΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nosēmatikós Transliteration B: nosēmatikos Transliteration C: nosimatikos Beta Code: noshmatiko/s

English (LSJ)

νοσηματική, νοσηματικόν, morbid, diseased, Arist.GA725a11; ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Id.Pr.881b8; τὰ ν. Id.HA521a28; ν. τῷ σώματι Plu.2.245c. Adv. νοσηματικῶς Thphr. CP 6.10.5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
maladif, malade.
Étymologie: νόσημα.

German (Pape)

krank, kränklich; Arist. Magn. mor. 2.6; Plut.; auch adv.

Russian (Dvoretsky)

νοσηματικός: больной, болезненный Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νοσημᾰτικός: -ή, -όν, νοσηρός, φιλάσθενος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 18, 44· ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 5. 9· τὰ ν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 10, 5.

Greek Monolingual

νοσηματικός, -ή, -όν (Α) νόσημα
1. νοσηρός, φιλάσθενος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοσηματικά
τα νοσήματα.
επίρρ...
νοσηματικῶς (Α)
με νοσηματικό τρόπο, νοσηρά.