μηκώνειος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikoneios
|Transliteration C=mikoneios
|Beta Code=mhkw/neios
|Beta Code=mhkw/neios
|Definition=α, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[flavoured with opium]], ἄρτοι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>44</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> μηκών-ειον, τό, [[opium]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.81</span>, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>434</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> v. [[μηκώνιον]].</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[flavoured with opium]], ἄρτοι Philostr.''Gym.''44.<br><span class="bld">II</span> μηκών-ειον, τό, [[opium]], S.E.''P.''1.81, Sch.Nic.''Al.''434.<br><span class="bld">2</span> v. [[μηκώνιον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηκώνειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μηκώνειον]]<br />α) το όπιο<br />β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα [[πρώτα]] [[κόπρανα]] του εμβρύου και του νεογεννήτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κάπν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[μηκώνειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μηκώνειον]]<br />α) το όπιο<br />β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα [[πρώτα]] [[κόπρανα]] του εμβρύου και του νεογεννήτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[κάπνειος]], [[σύκειος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκώνειος Medium diacritics: μηκώνειος Low diacritics: μηκώνειος Capitals: ΜΗΚΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: mēkṓneios Transliteration B: mēkōneios Transliteration C: mikoneios Beta Code: mhkw/neios

English (LSJ)

α, ον,
A flavoured with opium, ἄρτοι Philostr.Gym.44.
II μηκών-ειον, τό, opium, S.E.P.1.81, Sch.Nic.Al.434.
2 v. μηκώνιον.

Greek Monolingual

μηκώνειος, -εία, -ον (Α)
1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειον
α) το όπιο
β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα του εμβρύου και του νεογεννήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπνειος, σύκειος)].