εἰληδόν: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eilidon
|Transliteration C=eilidon
|Beta Code=ei)lhdo/n
|Beta Code=ei)lhdo/n
|Definition=εἰληδά, Adv., (εἴλη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἰληδόν]], εἰληδὰ φέρονται <span class="bibl">Arat. 917</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (εἰλέω) <b class="b2">by twisting</b> or <b class="b2">coiling round</b>, εἰληδὸν ἔδησε πόδας <span class="title">AP</span>9.14.6 (Antiphil.).</span>
|Definition=εἰληδά, Adv., ([[εἴλη]])<br><span class="bld">A</span> = [[ἰληδόν]], εἰληδὰ φέρονται Arat. 917.<br><span class="bld">II</span> ([[εἰλέω]]) [[by twisting round]], [[by coiling round]], εἰληδὸν ἔδησε πόδας ''AP''9.14.6 (Antiphil.).
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[en círculo]], [[en derredor]] εἰ. ... ἔδησε πόδας <i>AP</i> 9.14 (Antiphil.).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[en se ramassant sur soi-même]].<br />'''Étymologie:''' [[εἰλέω]], -δον.
}}
{{pape
|ptext=(von [[εἰλέω]]), <i>[[verflochten]]</i>, [[συνεστραμμένως]], Suid.; – εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς [[ἔδησε]] πόδας Antiphil. 23 (IX.14), <i>[[verwickelt]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰληδόν:''' и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. [[ἔδησε]] πόδας Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰληδόν''': εἰληδά, ἐπίρρ. ([[εἴλη]]) = [[ἰληδόν]], εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. ([[εἰλέω]]) [[περιπλέγδην]], [[περιπλοκάδην]], εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.
|lstext='''εἰληδόν''': εἰληδά, ἐπίρρ. ([[εἴλη]]) = [[ἰληδόν]], εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. ([[εἰλέω]]) [[περιπλέγδην]], [[περιπλοκάδην]], εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἰληδόν]] και εἰληδά (Α)<br /><b>επίρρ.</b> «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.<br /><b>(II)</b><br />[[εἰληδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> περίπλοκα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰληδόν:''' -δά, επίρρ. ([[εἰλέω]]), [[μέσο]] κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἰλέω]]<br />by twisting [[round]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰληδόν Medium diacritics: εἰληδόν Low diacritics: ειληδόν Capitals: ΕΙΛΗΔΟΝ
Transliteration A: eilēdón Transliteration B: eilēdon Transliteration C: eilidon Beta Code: ei)lhdo/n

English (LSJ)

εἰληδά, Adv., (εἴλη)
A = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Arat. 917.
II (εἰλέω) by twisting round, by coiling round, εἰληδὸν ἔδησε πόδας AP9.14.6 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

adv. en círculo, en derredor εἰ. ... ἔδησε πόδας AP 9.14 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

adv.
en se ramassant sur soi-même.
Étymologie: εἰλέω, -δον.

German (Pape)

(von εἰλέω), verflochten, συνεστραμμένως, Suid.; – εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Antiphil. 23 (IX.14), verwickelt.

Russian (Dvoretsky)

εἰληδόν: и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. ἔδησε πόδας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰληδόν: εἰληδά, ἐπίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. (εἰλέω) περιπλέγδην, περιπλοκάδην, εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.

Greek Monolingual

(I)
εἰληδόν και εἰληδά (Α)
επίρρ. «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.
(II)
εἰληδόν (Α)
επίρρ. περίπλοκα.

Greek Monotonic

εἰληδόν: -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.

Middle Liddell

εἰλέω
by twisting round, Anth.