τετράχωρος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrachoros | |Transliteration C=tetrachoros | ||
|Beta Code=tetra/xwros | |Beta Code=tetra/xwros | ||
|Definition= | |Definition=τετράχωρον,<br><span class="bld">A</span> [[with four divisions]], Dsc.1.101.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τ. μέτρον</b> measure [[of four]] [[χῶρα]], ''PGen.''71.2, al. (iii A.D., cf. ''Arch.Pap.''3.401). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράχωρον,
A with four divisions, Dsc.1.101.
II τ. μέτρον measure of four χῶρα, PGen.71.2, al. (iii A.D., cf. Arch.Pap.3.401).
Greek (Liddell-Scott)
τετράχωρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα διαμερίσματα, τέσσαρας χωριστοὺς χώρους, Διοσκ. 1. 133.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ιδίως για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ἐννεάχωρος].