Ἀριμασποί: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*$)" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Arimaspoi
|Transliteration C=Arimaspoi
|Beta Code=*)arimaspoi/
|Beta Code=*)arimaspoi/
|Definition=οἱ, [[Scythian]] word, meaning [[one-eyed]], derived by <span class="bibl">Hdt. 4.27</span> from [[ἄριμα]] = [[ἕν]], [[σποῦ]] = [[ὀφθαλμός]]; by Eust.ad <span class="bibl">D.P.31</span> from ἀρί = [[ἕν]], [[μασπός]] = [[ὀφθαλμός]]: Ἀ. [[ἱπποβάμων]] <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>805</span>.</span>
|Definition=οἱ, [[Scythian]] word, meaning [[one-eyed]], derived by Hdt. 4.27 from [[ἄριμα]] = [[ἕν]], [[σποῦ]] = [[ὀφθαλμός]]; by Eust.ad D.P.31 from ἀρί = [[ἕν]], [[μασπός]] = [[ὀφθαλμός]]: Ἀ. [[ἱπποβάμων]] A.''Pr.''805.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀριμασποί Medium diacritics: Ἀριμασποί Low diacritics: Αριμασποί Capitals: ΑΡΙΜΑΣΠΟΙ
Transliteration A: Arimaspoí Transliteration B: Arimaspoi Transliteration C: Arimaspoi Beta Code: *)arimaspoi/

English (LSJ)

οἱ, Scythian word, meaning one-eyed, derived by Hdt. 4.27 from ἄριμα = ἕν, σποῦ = ὀφθαλμός; by Eust.ad D.P.31 from ἀρί = ἕν, μασπός = ὀφθαλμός: Ἀ. ἱπποβάμων A.Pr.805.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀριμασποί: οἱ, Σκυθικὴ λέξις σημαίνουσα οἱ «μονόφθαλμοι» κατὰ τὸν Ἡρόδ. 4. 27, ὅστις λέγει ὅτι ἄρισμα = ἓν καὶ σποῦ = ὀφθαλμός (ἴδε Rawlinson, 3, σ. 197)· ἐν ᾧ ὁ Εὐστ. εἰς Διον. Π. 31 λέγει ὅτι ἄρι = ἓν καὶ μασπὸς = ὀφθαλμός· ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 805 καλοῦνται ἱπποβάμονες.

Russian (Dvoretsky)

Ἀριμασποί: οἱ (тж. Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.), аримаспы (баснословное племя одноглазых людей) Her., Aesch.

Wikipedia EN

The Arimaspi (also Arimaspian, Arimaspos, Arimaspoi, Ancient Greek: Ἀριμασπός, Ἀριμασποί) were a legendary tribe of one-eyed people of northern Scythia who lived in the foothills of the Riphean Mountains, variously identified with the Ural Mountains or the Carpathians. All tales of their struggles with the gold-guarding griffins in the Hyperborean lands near the cave of Boreas, the North Wind (Geskleithron), had their origin in a lost work by Aristeas, reported in Herodotus.

Wikipedia EL

Οι Αριμασποί ήταν μυθικό έθνος Υπερβορείων και Σκυθικής προέλευσης. Οι Αριμασποί ήταν πολεμικοί, μονόφθαλμοι, ξανθοί, και είχαν τα μαλλιά τους δεμένα με χρυσάφι. Ο Διονύσιος ο Περιηγητής κατονομάζει τους Αριμασπούς ως πλούσιους και κατόχους κοιτασμάτων χρυσού. Οι γρύπες μάλιστα αναφέρει τρέφονταν με αυτό το χρυσό. Το όνομά τους όπως αναφέρει και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, είναι σκυθικό και σημαίνει μονόφθαλμος. Έσωσαν το καράβι των Αργοναυτών από μια χειμερινή τρικυμία, γι' αυτό και αυτοί τους ονόμασαν ευεργέτες. Κατά μία άλλη εκδοχή, έσωσαν το στρατό του Κύρου από σίγουρο θάνατο λόγω έλλειψης τροφίμων. Ο Παυσανίας αναφέρεται στους Αριμασπούς στα «Ἀττικά» του. Σε μία από τις αναφορές του λέει ότι σε αυτούς περνάνε πρώτα τα θεία δώρα των Υπερβορείων, που τα μεταφέρουν στους Ισσηδόνες, μετά στους Σκύθες και από αυτούς στους Έλληνες.