θυροκοπικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyrokopikos | |Transliteration C=thyrokopikos | ||
|Beta Code=qurokopiko/s | |Beta Code=qurokopiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θυροκοπική, θυροκοπικόν, of or [[like]] [[θυροκοπία]]: [[θυροκοπικόν]], τό, [[tune played on the flute]](= [[κρουσίθυρον]]), Trypho ap.Ath.14.618c:—also θῠροκοπ-ιστικόν, τό, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
θυροκοπική, θυροκοπικόν, of or like θυροκοπία: θυροκοπικόν, τό, tune played on the flute(= κρουσίθυρον), Trypho ap.Ath.14.618c:—also θῠροκοπ-ιστικόν, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1227] ή, όν, an die Thür klopfend, αὐλήσεως εἶδος, was beim Anklopfen an die Thür der Geliebten gesungen wurde, Ath. XIV, 618 c.
Greek (Liddell-Scott)
θῠροκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θυροκοπίαν. - θυροκοπικόν, τό, εἶδος χοροῦ, Ἀθην. 618C. - Παρ’ Ἡσυχ. θυροκοπισμός, ὁ.
Greek Monolingual
θυροκοπικός, -ή, -όν (Α) θυροκόπος
1. αυτός που αναφέρεται στη θυροκοπία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυροκοπικόν
τραγούδι με αυλό μπροστά σε θύρα.