ἐκμαρτύριον: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekmartyrion | |Transliteration C=ekmartyrion | ||
|Beta Code=e)kmartu/rion | |Beta Code=e)kmartu/rion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[evidence]], Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.''Nov.''90.2.<br><span class="bld">II</span> [[official certificate]], PMasp.87.21 (vi A.D.), ''BGU''1094.16 (vi A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />jur.<br /><b class="num">1</b> [[testimonio]] δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.<i>Fr</i>.36.<br /><b class="num">2</b> [[prueba testifical]] Iust.<i>Nou</i>.90.2<br /><b class="num">•</b>[[testimoniales]] o [[documento preliminar]] presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... [[ἔκδικος]] ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται <i>BGU</i> 1094.16, cf. <i>PMasp</i>.87.21, 254, <i>POxy</i>.1882.15 (todos VI d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκμαρτύριον''': τό, μαρτυρικόν, Βυζ. | |lstext='''ἐκμαρτύριον''': τό, μαρτυρικόν, Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐκμαρτύριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μαρτυρικό [[έγγραφο]] παραδεκτό μόνο ως [[τεκμήριο]] σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια<br /><b>μσν.</b><br />μαρτυρική [[κατάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πιστοποίηση]] που γίνεται [[δεκτή]] ως έγκυρη. | |mltxt=το (AM [[ἐκμαρτύριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μαρτυρικό [[έγγραφο]] παραδεκτό μόνο ως [[τεκμήριο]] σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια<br /><b>μσν.</b><br />μαρτυρική [[κατάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πιστοποίηση]] που γίνεται [[δεκτή]] ως έγκυρη. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, = [[ἐκμαρτυρία]], Suid. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A evidence, Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.Nov.90.2.
II official certificate, PMasp.87.21 (vi A.D.), BGU1094.16 (vi A.D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
jur.
1 testimonio δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.Fr.36.
2 prueba testifical Iust.Nou.90.2
•testimoniales o documento preliminar presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... ἔκδικος ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται BGU 1094.16, cf. PMasp.87.21, 254, POxy.1882.15 (todos VI d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμαρτύριον: τό, μαρτυρικόν, Βυζ.
Greek Monolingual
το (AM ἐκμαρτύριον)
νεοελλ.
μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια
μσν.
μαρτυρική κατάθεση
αρχ.
πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη.
German (Pape)
τό, = ἐκμαρτυρία, Suid.