συντριβής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntrivis
|Transliteration C=syntrivis
|Beta Code=suntribh/s
|Beta Code=suntribh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[living together]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[crushed by]], [[worn out by]], καμάτῳ <span class="bibl">Procop.<span class="title">Goth.</span>4.23</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Aed.</span>1.7</span>.</span>
|Definition=συντριβές,<br><span class="bld">A</span> [[living together]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> [[crushed by]], [[worn out by]], καμάτῳ Procop.''Goth.''4.23, cf. ''Aed.''1.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[συντρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> συντετριμμένος.
|mltxt=-ές, Α [[συντρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> συντετριμμένος.
}}
{{pape
|ptext=ές, = [[σύντριψ]], Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρῐβής Medium diacritics: συντριβής Low diacritics: συντριβής Capitals: ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: syntribḗs Transliteration B: syntribēs Transliteration C: syntrivis Beta Code: suntribh/s

English (LSJ)

συντριβές,
A living together, Hsch.
2 crushed by, worn out by, καμάτῳ Procop.Goth.4.23, cf. Aed.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

συντρῐβής: -ές, συνδιατρίβων, συνών. «συντριβής· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.

Greek Monolingual

-ές, Α συντρίβω
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
2. αυτός που είναι συνηθισμένος σε κάτι μαζί με άλλον
3. συντετριμμένος.

German (Pape)

ές, = σύντριψ, Hesych.