σαβάκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=savaktis
|Transliteration C=savaktis
|Beta Code=saba/kths
|Beta Code=saba/kths
|Definition=ου, ὁ, (σαβάζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shatterer, destroyer</b>, of a mischievous goblin who broke pots, <span class="bibl">Hom.<span class="title">Epigr.</span>14.9</span>: fem. pl. σαβακτίδες· <b class="b3">ὀστράκινα ζῴδια</b>, Hsch.</span>
|Definition=σαβάκτου, ὁ, ([[σαβάζω]]) [[shatterer]], [[destroyer]], of a mischievous goblin who broke pots, Hom.''Epigr.''14.9: fem. pl. σαβακτίδες· <b class="b3">ὀστράκινα ζῴδια</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0856.png Seite 856]] ὁ, der Zertrümmerer; bes. hieß so ein tückischer Dämon, eine Art Hauskobold, dec die Töpfe umstieß und zerbrach, ep. Hom. 14, 9; von [[σαβάζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0856.png Seite 856]] ὁ, der Zertrümmerer; bes. hieß so ein tückischer Dämon, eine Art Hauskobold, dec die Töpfe umstieß und zerbrach, ep. Hom. 14, 9; von [[σαβάζω]].
}}
{{ls
|lstext='''σᾰβάκτης''': -ου, ὁ, (σαβάζω) ὁ συντρίβων, καταστρέφων, ἐπὶ κακοποιοῦ τινος δαιμονίου [[ὅπερ]] κατέθραυε σκεύη, Ὁμ. Ἐπ. 14. 9· θηλ. σαβακτίδες. «ὀστράκινα ζῴδια» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[[σαβάζω]] (ΙΙ)]<br />(για έναν [[κακό]] δαίμονα που συνέτριβε τα σκεύη) [[καταστροφέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σᾰβάκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο [[δαιμόνιο]] που έσπαγε κεραμικά [[σκεύη]], σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σᾰβάκτης, ου, ὁ,<br />a shatterer, [[destroyer]], of a [[goblin]] who broke pots, epic Hom. [deriv. uncertain]
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰβάκτης Medium diacritics: σαβάκτης Low diacritics: σαβάκτης Capitals: ΣΑΒΑΚΤΗΣ
Transliteration A: sabáktēs Transliteration B: sabaktēs Transliteration C: savaktis Beta Code: saba/kths

English (LSJ)

σαβάκτου, ὁ, (σαβάζω) shatterer, destroyer, of a mischievous goblin who broke pots, Hom.Epigr.14.9: fem. pl. σαβακτίδες· ὀστράκινα ζῴδια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 856] ὁ, der Zertrümmerer; bes. hieß so ein tückischer Dämon, eine Art Hauskobold, dec die Töpfe umstieß und zerbrach, ep. Hom. 14, 9; von σαβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰβάκτης: -ου, ὁ, (σαβάζω) ὁ συντρίβων, καταστρέφων, ἐπὶ κακοποιοῦ τινος δαιμονίου ὅπερ κατέθραυε σκεύη, Ὁμ. Ἐπ. 14. 9· θηλ. σαβακτίδες. «ὀστράκινα ζῴδια» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α [[[σαβάζω]] (ΙΙ)]
(για έναν κακό δαίμονα που συνέτριβε τα σκεύη) καταστροφέας.

Greek Monotonic

σᾰβάκτης: -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο δαιμόνιο που έσπαγε κεραμικά σκεύη, σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

σᾰβάκτης, ου, ὁ,
a shatterer, destroyer, of a goblin who broke pots, epic Hom. [deriv. uncertain]