ἡγεμονίς: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(13_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igemonis | |Transliteration C=igemonis | ||
|Beta Code=h(gemoni/s | |Beta Code=h(gemoni/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, fem. of | |Definition=-ίδος, ἡ, fem. of [[ἡγεμών]], [[imperial]], πόλεις Str.8.6.10, cf. ''CIG''2721 (Stratonicea); γῆ App.''BC''2.65: metaph., <b class="b3">δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡ.</b> Ph.2.5; αἰσθήσεων ἡ. ὅρασις Id.2.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1150.png Seite 1150]] ίδος, ἡ, fem. zu [[ἡγεμών]], Führerinn, Herrscherinn, Sp., bes. adj., [[πόλις]] Strab. VIII, 372; γῆ App. B. C. 2, 65. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1150.png Seite 1150]] ίδος, ἡ, fem. zu [[ἡγεμών]], Führerinn, Herrscherinn, Sp., bes. adj., [[πόλις]] Strab. VIII, 372; γῆ App. B. C. 2, 65. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡγεμονίς''': -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[ἡγεμών]], ἡγεμονική, ἄρχουσα, πρώτη, κυρίαρχος, [[πόλις]], Στράβων 372, Συλλ. Ἐπιγρ. 2721· γῆ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 65. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡγεμονίς]], ποιητ. τ. [[ἡγεμονηΐς]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[ἡγεμών]])<br /><b>1.</b> αυτή που άρχει, πρώτη, [[κυρίαρχος]], προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που [[είναι]] πρώτη («[[δικαιοσύνη]] ἡ ἐν ἀρεταῖς [[ἡγεμονίς]]», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. και σπάνιο παράγ. του <i>ηγεμών</i>, -<i>όνος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, fem. of ἡγεμών, imperial, πόλεις Str.8.6.10, cf. CIG2721 (Stratonicea); γῆ App.BC2.65: metaph., δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡ. Ph.2.5; αἰσθήσεων ἡ. ὅρασις Id.2.24.
German (Pape)
[Seite 1150] ίδος, ἡ, fem. zu ἡγεμών, Führerinn, Herrscherinn, Sp., bes. adj., πόλις Strab. VIII, 372; γῆ App. B. C. 2, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἡγεμών, ἡγεμονική, ἄρχουσα, πρώτη, κυρίαρχος, πόλις, Στράβων 372, Συλλ. Ἐπιγρ. 2721· γῆ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 65.
Greek Monolingual
ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α)
(θηλ. του ἡγεμών)
1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.)
2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡγεμονίς», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. και σπάνιο παράγ. του ηγεμών, -όνος].