μεμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mempteos | |Transliteration C=mempteos | ||
|Beta Code=mempte/os | |Beta Code=mempte/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be blamed]], Gorg.''Hel.''19, A.D.''Pron.''49.13.<br><span class="bld">II</span> -[[τέον]], [[one must blame]], [[reject]], Str.1.2.1, Sor.1.21, Plot.3.2.7. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεμπτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[μέμφομαι]], ὃν πρέπει τις νὰ μεφθῆ, ψέξῃ, [[ἄξιος]] μομφῆς, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολογ. 1. 43. ΙΙ. μεμπτέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεμφθῇ, Πλωτῖν. 3. 2, 7. | |lstext='''μεμπτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[μέμφομαι]], ὃν πρέπει τις νὰ μεφθῆ, ψέξῃ, [[ἄξιος]] μομφῆς, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολογ. 1. 43. ΙΙ. μεμπτέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεμφθῇ, Πλωτῖν. 3. 2, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[μεμπτέος]], -α, -ον) [[μέμφομαι]]<br />αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be blamed, Gorg.Hel.19, A.D.Pron.49.13.
II -τέον, one must blame, reject, Str.1.2.1, Sor.1.21, Plot.3.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
μεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μέμφομαι, ὃν πρέπει τις νὰ μεφθῆ, ψέξῃ, ἄξιος μομφῆς, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολογ. 1. 43. ΙΙ. μεμπτέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεμφθῇ, Πλωτῖν. 3. 2, 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μεμπτέος, -α, -ον) μέμφομαι
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.