ὑδροκηλικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydrokilikos
|Transliteration C=ydrokilikos
|Beta Code=u(drokhliko/s
|Beta Code=u(drokhliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">suffering from hydrocele</b>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.50.49.2</span>, Gal.14.788. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">for curing hydrocele</b>, <span class="bibl">Paul.Aeg.6.62</span>.</span>
|Definition=ὑδροκηλική, ὑδροκηλικόν,<br><span class="bld">A</span> [[suffering from hydrocele]], Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788.<br><span class="bld">II</span> [[for curing hydrocele]], Paul.Aeg.6.62.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδροκηλικός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροκήλης, Γαλην. 2. 396C, πρβλ. Plin A. H. 30. 8. II. ὁ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν τῆς ὑδροκήλης, Παῦλ. Αἰγιν. 6. 62.
|lstext='''ὑδροκηλικός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροκήλης, Γαλην. 2. 396C, πρβλ. Plin A. H. 30. 8. II. ὁ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν τῆς ὑδροκήλης, Παῦλ. Αἰγιν. 6. 62.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδροκηλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[υδροκήλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υδροκήλη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[υδροκηλικός]], <i>η υδροκηλική</i><br />αυτός που πάσχει από [[υδροκήλη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για τη [[θεραπεία]] της υδροκήλης.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροκηλικός Medium diacritics: ὑδροκηλικός Low diacritics: υδροκηλικός Capitals: ΥΔΡΟΚΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hydrokēlikós Transliteration B: hydrokēlikos Transliteration C: ydrokilikos Beta Code: u(drokhliko/s

English (LSJ)

ὑδροκηλική, ὑδροκηλικόν,
A suffering from hydrocele, Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788.
II for curing hydrocele, Paul.Aeg.6.62.

German (Pape)

[Seite 1174] ή, όν, mit einem Wasserhodenbruch behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροκηλικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροκήλης, Γαλην. 2. 396C, πρβλ. Plin A. H. 30. 8. II. ὁ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν τῆς ὑδροκήλης, Παῦλ. Αἰγιν. 6. 62.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδροκηλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υδροκήλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική
αυτός που πάσχει από υδροκήλη
μσν.-αρχ.
ο κατάλληλος για τη θεραπεία της υδροκήλης.