φοβητέον: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foviteon | |Transliteration C=foviteon | ||
|Beta Code=fobhte/on | |Beta Code=fobhte/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must fear]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 452b, ''Lg.'' 891a, etc.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">φοβητέος, α. ον,</b> to [[be feared]], ib.746e. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φοβητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φοβέομαι, δεῖ φοβεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 452Β, Νόμ. 891Α, κλπ. 2) φοβητέος, α, ον, ὃν δεῖ φοβεῖσθαι, [[αὐτόθι]] 746Ε. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φοβητέον:''' ρημ. επίθ. του <i>φοβέομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να φοβάται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φοβητέος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που πρέπει να τον φοβούνται. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
A one must fear, Pl.R. 452b, Lg. 891a, etc.
2 φοβητέος, α. ον, to be feared, ib.746e.
Greek (Liddell-Scott)
φοβητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φοβέομαι, δεῖ φοβεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 452Β, Νόμ. 891Α, κλπ. 2) φοβητέος, α, ον, ὃν δεῖ φοβεῖσθαι, αὐτόθι 746Ε.
Greek Monotonic
φοβητέον: ρημ. επίθ. του φοβέομαι,
1. αυτό που πρέπει κάποιος να φοβάται, σε Πλάτ.
2. φοβητέος, -α, -ον, αυτός που πρέπει να τον φοβούνται.