ἐκτρύπημα: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektrypima
|Transliteration C=ektrypima
|Beta Code=e)ktru/phma
|Beta Code=e)ktru/phma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dust made by boring</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.6.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pl., <b class="b2">holes</b> made in a wall, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>92.16</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[dust made by boring]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.6.3.<br><span class="bld">II</span> pl., [[holes]] made in a wall, Ph.''Bel.''92.16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[hueco perforado]] en el muro, Ph.<i>Mech</i>.92.16.<br /><b class="num">2</b> plu. [[serrín]], [[virutas]] que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.<i>HP</i> 5.6.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτρύπημα''': τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν [[αὐτοῦ]] διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη [[τρῦπα]], Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16.
|lstext='''ἐκτρύπημα''': τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν αὐτοῦ διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη [[τρῦπα]], Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκτρύπημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[σκόνη]] που δημιουργείται από το [[τρύπημα]] του ξύλου με [[τρυπάνι]], τα τρυπανίδια<br /><b>2.</b> [[τρύπα]] που γίνεται με [[τρυπάνι]].
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρῡπημα Medium diacritics: ἐκτρύπημα Low diacritics: εκτρύπημα Capitals: ΕΚΤΡΥΠΗΜΑ
Transliteration A: ektrýpēma Transliteration B: ektrypēma Transliteration C: ektrypima Beta Code: e)ktru/phma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A dust made by boring, Thphr. HP 5.6.3.
II pl., holes made in a wall, Ph.Bel.92.16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 hueco perforado en el muro, Ph.Mech.92.16.
2 plu. serrín, virutas que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.HP 5.6.3.

German (Pape)

[Seite 783] τό, das Ausgebohrte, Bohrspäne, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρύπημα: τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν αὐτοῦ διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη τρῦπα, Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16.

Greek Monolingual

ἐκτρύπημα, το (Α)
1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα του ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια
2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι.