ἀτερμάτιστος: Difference between revisions
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atermatistos | |Transliteration C=atermatistos | ||
|Beta Code=a)terma/tistos | |Beta Code=a)terma/tistos | ||
|Definition=[ | |Definition=[μᾰ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[unbounded]], ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀβέβαιος]], [[ἀθεμελίωτος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A unbounded, ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472.
II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 ilimitado ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472, εἰρήνη Basil.M.30.513B.
2 inseguro σκάφος Thdt.M.82.64B, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 385] nuendlich, unbegränzt, ἐπιθυμία D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀτερμάτιστος: беспредельный, бесконечный Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτερμάτιστος: -ον, ἀπεριόριστος, ἄπειρος, ἄμετρος, ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· χρόνος Εὐσέβ. - ὡσαύτως, ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀτερμάτιστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τέρμα, ατέλειωτος
2. εκείνος που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος
αρχ.
απεριόριστος, άμετρος.