νοσογνωμονικός: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nosognomonikos | |Transliteration C=nosognomonikos | ||
|Beta Code=nosognwmoniko/s | |Beta Code=nosognwmoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=νοσογνωμονική, νοσογνωμονικόν, [[skilled in judging of diseases by their symptoms]]: ἡ [[νοσογνωμονική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), the physician's art, [[diagnostic]], Pl. ap. D.L.3.85. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νοσογνωμονικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στη [[διάγνωση]] ασθένειας από τα συμπτώματά της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νοσογνωμονική</i><br />η [[τέχνη]] της διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> [[γνωμονικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), <b>πρβλ.</b> [[φυσιογνωμονικός]]. | |mltxt=[[νοσογνωμονικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στη [[διάγνωση]] ασθένειας από τα συμπτώματά της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νοσογνωμονική</i><br />η [[τέχνη]] της διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> [[γνωμονικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), <b>πρβλ.</b> [[φυσιογνωμονικός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>zum [[Erkennen]] der [[Krankheit]] an ihren äußeren Merkmalen [[gehörig]], [[darin]] [[geschickt]]</i>, ἡ νοσογνωμονική, <i>die [[Kunst]], [[Krankheiten]] an ihren Symptomen zu [[erkennen]]</i>, Plat. bei DL. 3.85. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
νοσογνωμονική, νοσογνωμονικόν, skilled in judging of diseases by their symptoms: ἡ νοσογνωμονική (sc. τέχνη), the physician's art, diagnostic, Pl. ap. D.L.3.85.
Greek (Liddell-Scott)
νοσογνωμονικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος περὶ τὸ διαγιγνώσκειν τὰς νόσους ἐκ τῶν συμπτωμάτων αὐτῶν, ἡ νοσογνωμονικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τοῦ ἰατροῦ τέχνη, ἡ διαγνωστική, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 85.
Greek Monolingual
νοσογνωμονικός, -ή, -όν (Α)
1. ο ικανός στη διάγνωση ασθένειας από τα συμπτώματά της
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νοσογνωμονική
η τέχνη της διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνωμονικός (< γνώμων), πρβλ. φυσιογνωμονικός.
German (Pape)
ή, όν, zum Erkennen der Krankheit an ihren äußeren Merkmalen gehörig, darin geschickt, ἡ νοσογνωμονική, die Kunst, Krankheiten an ihren Symptomen zu erkennen, Plat. bei DL. 3.85.