ἀπτόητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aptoitos | |Transliteration C=aptoitos | ||
|Beta Code=a)pto/htos | |Beta Code=a)pto/htos | ||
|Definition=poet. ἀπτοίητος, ον, | |Definition=poet. [[ἀπτοίητος]], ον, [[undaunted]], [[LXX]] ''Je.''26(46).28, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 22.355, Sch.Il.1.56, etc. Adv. [[ἀπτοήτως]], θνῄσκειν Phalar.''Ep.'' 103.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπτόητος''': ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, [[ἄφοβος]], εἰς [[μόρον]] ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ. | |lstext='''ἀπτόητος''': ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, [[ἄφοβος]], εἰς [[μόρον]] ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπτόητος]], -ον, Α κ. -πτοίητος) [[πτοώ]]<br />αυτός που δεν πτοείται, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
poet. ἀπτοίητος, ον, undaunted, LXX Je.26(46).28, Nonn. D. 22.355, Sch.Il.1.56, etc. Adv. ἀπτοήτως, θνῄσκειν Phalar.Ep. 103.2.
German (Pape)
[Seite 340] poet. ἀπτοίητος, unerschrocken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπτόητος: ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, ἄφοβος, εἰς μόρον ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπτόητος, -ον, Α κ. -πτοίητος) πτοώ
αυτός που δεν πτοείται, άφοβος, ατρόμητος.