τράχυσμα: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trachysma | |Transliteration C=trachysma | ||
|Beta Code=tra/xusma | |Beta Code=tra/xusma | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[τρήχυσμα]], ατος, τό, a [[roughness]], Hp.''Epid.''2.3.1, Ath.11.475b (both pl.); of [[roughnesses]] or perhaps [[prickly pains]] in the skin, Archig. ap. Gal.8.91, cf. Gal.8.105. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1136.png Seite 1136]] τό, Rauhigkeit, Härte, Ath. XI, 475 b. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τράχυσμα''': Ἰων. τρήχ-, τό, [[τραχύτης]], τραχύσματα ἐν τῷ χρωτὶ κεγχρώδεα, τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων γινομένοις ἀναδήγμασιν ἴκελα Ἱππ. 1020C, Ἀθήν. 475Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ, και ιων. τ. [[τρήχυσμα]] Α [[τραχύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> τραχιά [[επιφάνεια]] οστού [[πάνω]] στην οποία προσφύονται μύες<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχύτητα]] του δέρματος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. τρήχυσμα, ατος, τό, a roughness, Hp.Epid.2.3.1, Ath.11.475b (both pl.); of roughnesses or perhaps prickly pains in the skin, Archig. ap. Gal.8.91, cf. Gal.8.105.
German (Pape)
[Seite 1136] τό, Rauhigkeit, Härte, Ath. XI, 475 b.
Greek (Liddell-Scott)
τράχυσμα: Ἰων. τρήχ-, τό, τραχύτης, τραχύσματα ἐν τῷ χρωτὶ κεγχρώδεα, τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων γινομένοις ἀναδήγμασιν ἴκελα Ἱππ. 1020C, Ἀθήν. 475Β.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και ιων. τ. τρήχυσμα Α τραχύνω
νεοελλ.
ανατ. τραχιά επιφάνεια οστού πάνω στην οποία προσφύονται μύες
αρχ.
τραχύτητα του δέρματος.