λευκόφαιος: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(23) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkofaios | |Transliteration C=lefkofaios | ||
|Beta Code=leuko/faios | |Beta Code=leuko/faios | ||
|Definition= | |Definition=λευκόφαιον, [[whitish grey]], [[ash-coloured]], πρόβατον ''PHib.''1.32.13 (iii B.C.); χιτών ''PCair.Zen.''433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; [[καρπός]] prob.in Posidon.3 J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόφαιος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, | |lstext='''λευκόφαιος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, Πολυδ. Ζ΄, 129. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λευκόφαιος]], -ον)<br />σταχτόχρωμος, [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λευκόφαιος]] [[παγετός]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[απόθεση]] κρυστάλλων πάγου στην [[επιφάνεια]] αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως [[είναι]] το [[γρασίδι]], τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων. | |mltxt=-η, -ο (Α [[λευκόφαιος]], -ον)<br />σταχτόχρωμος, [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λευκόφαιος]] [[παγετός]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[απόθεση]] κρυστάλλων πάγου στην [[επιφάνεια]] αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως [[είναι]] το [[γρασίδι]], τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκόφαιον, whitish grey, ash-coloured, πρόβατον PHib.1.32.13 (iii B.C.); χιτών PCair.Zen.433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; καρπός prob.in Posidon.3 J.
German (Pape)
[Seite 35] weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόφαιος: -ον, ἔχων χρῶμα μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, Πολυδ. Ζ΄, 129.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόφαιος, -ον)
σταχτόχρωμος, σταχτής
νεοελλ.
φρ. «λευκόφαιος παγετός»
(μετεωρ.) απόθεση κρυστάλλων πάγου στην επιφάνεια αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως είναι το γρασίδι, τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων.