γρασίδι

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το
χλόη, χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρασσίδιον, υποκοριστικό του αρχ. γράσσις, άλλη γραφή του γράστις, αττ. κράστις «χλόη», με απλοποίηση τών -σσ-].