τελάρχης: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=telarchis
|Transliteration C=telarchis
|Beta Code=tela/rxhs
|Beta Code=tela/rxhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">commander of a</b> <b class="b3">τέλος</b> (signf. <span class="bibl">1.10b</span>), Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.10, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.7</span>: v.l. [[τελεάρχης]] in Ael.l c.</span>
|Definition=τελάρχου, ὁ, [[telarch]], [[commander of 2048 men]], [[commander]] of a [[τέλος]] (signf. 1.10b), Ascl.''Tact.''2.10, Ael.''Tact.''9.7: [[varia lectio|v.l.]] [[τελεάρχης]] in Ael.l c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελάρχης''': -ου, ὁ, = [[μεράρχης]], ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τέλους, δηλ. μεραρχίας (συνισταμένης ἐκ δισχιλίων ἀνδρῶν), (ἴδε [[τέλος]], [[σημασία]] ΙΙ), Ἐτυμ. Μέγ. 729, Bibl. Coislin. 507· πρβλ. [[τελέαρχος]].
|lstext='''τελάρχης''': -ου, ὁ, = [[μεράρχης]], ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τέλους, δηλ. μεραρχίας (συνισταμένης ἐκ δισχιλίων ἀνδρῶν), (ἴδε [[τέλος]], [[σημασία]] ΙΙ), Ἐτυμ. Μέγ. 729, Bibl. Coislin. 507· πρβλ. [[τελέαρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[τελεάρχης]], ὁ, Α<br />[[διοικητής]] τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «στρατιωτική [[δύναμη]], [[μεραρχία]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελάρχης Medium diacritics: τελάρχης Low diacritics: τελάρχης Capitals: ΤΕΛΑΡΧΗΣ
Transliteration A: telárchēs Transliteration B: telarchēs Transliteration C: telarchis Beta Code: tela/rxhs

English (LSJ)

τελάρχου, ὁ, telarch, commander of 2048 men, commander of a τέλος (signf. 1.10b), Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.7: v.l. τελεάρχης in Ael.l c.

German (Pape)

[Seite 1084] ὁ, der Anführer einer bestimmten Anzahl von Kriegern, s. τελεάρχης.

Greek (Liddell-Scott)

τελάρχης: -ου, ὁ, = μεράρχης, ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τέλους, δηλ. μεραρχίας (συνισταμένης ἐκ δισχιλίων ἀνδρῶν), (ἴδε τέλος, σημασία ΙΙ), Ἐτυμ. Μέγ. 729, Bibl. Coislin. 507· πρβλ. τελέαρχος.

Greek Monolingual

και τελεάρχης, ὁ, Α
διοικητής τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος «στρατιωτική δύναμη, μεραρχία» + -άρχης].