προσύγκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosygkeimai
|Transliteration C=prosygkeimai
|Beta Code=prosu/gkeimai
|Beta Code=prosu/gkeimai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be arranged, agreed beforehand</b>, <span class="bibl">Aen.Tact.18.18</span>,al., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.3.2</span>; <b class="b3">τὸ προσυγκείμενον</b> Aen. Tact.<span class="bibl">31.16</span>; <b class="b3">τὰ π</b>. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.2.5</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be arranged]], [[agreed beforehand]], Aen.Tact.18.18,al., J.''AJ''18.3.2; <b class="b3">τὸ προσυγκείμενον</b> Aen. Tact.31.16; <b class="b3">τὰ π.</b> J.''AJ''19.2.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσύγκειμαι''': Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο [[σημεῖον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.
|lstext='''προσύγκειμαι''': Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο [[σημεῖον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῖον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσυγκείμενον</i><br />η προσυμφωνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σύγκειμαι]] «[[είμαι]] κανονισμένος, συμφωνημένος»].
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσύγκειμαι Medium diacritics: προσύγκειμαι Low diacritics: προσύγκειμαι Capitals: ΠΡΟΣΥΓΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prosýnkeimai Transliteration B: prosynkeimai Transliteration C: prosygkeimai Beta Code: prosu/gkeimai

English (LSJ)

Pass., to be arranged, agreed beforehand, Aen.Tact.18.18,al., J.AJ18.3.2; τὸ προσυγκείμενον Aen. Tact.31.16; τὰ π. J.AJ19.2.5.

German (Pape)

[Seite 784] (s. κεῖμαι), vorher zusammengelegt, festgesetzt, verabredet sein, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προσύγκειμαι: Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο σημεῖον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.

Greek Monolingual

Α
1. είμαι συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῖον», Ιώσ.)
2. (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσυγκείμενον
η προσυμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σύγκειμαι «είμαι κανονισμένος, συμφωνημένος»].