βαυκάλιον: Difference between revisions
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vafkalion | |Transliteration C=vafkalion | ||
|Beta Code=bauka/lion | |Beta Code=bauka/lion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[narrow-necked vessel]], [[that gurgles when water is poured in]] or [[out]], POxy.936.6 (iii A. D.), Olymp. ''in Mete.''93.6: pl., Alex.Aphr.''Pr.''1.94 ([[καυκάλιον]] codd.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[bocal]], [[jarro]], <i>POxy</i>.3061.5 (I d.C.), Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.94, <i>POxy</i>.936.6 (III d.C.), 1913.49 (VI d.C.), Pall.<i>HLaus</i>.18, Olymp.<i>in Mete</i>.93.6.<br /><b class="num">2</b> medida de capacidad que contenía 3000 ladrillos <i>POxy</i>.2055.42, 2197.3 (VI d.C.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Seguramente rel. c. [[βαυκαλάω]] en virtud del ruido que se produce al beber. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαυκάλιον''': ἢ [[καυκάλιον]], τό, στενόλαιμον [[ἀγγεῖον]], [[ὅπερ]] πληρούμενον ὕδατος ἢ κενούμενον παρεῖχεν ἦχόν τινα, μεταγεν. ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Δουκαγγίου. | |lstext='''βαυκάλιον''': ἢ [[καυκάλιον]], τό, στενόλαιμον [[ἀγγεῖον]], [[ὅπερ]] πληρούμενον ὕδατος ἢ κενούμενον παρεῖχεν ἦχόν τινα, μεταγεν. ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Δουκαγγίου. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαυκάλιον]] και [[καυκάλιον]], το (AM)<br />μικρή πήλινη ή γυάλινη [[στάμνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα [[βαυκάλιον]] και [[βαύκαλις]] υποκατέστησαν στην καθημερινή [[γλώσσα]] τη λ. [[ψυκτήρ]] και προέρχονται από το [[βαυκαλώ]]. Ο τ. [[καυκάλιον]] ή αναλογικά [[προς]] το [[βαυκάλιον]] ή από το [[βαυκάλιον]] με [[αφομοίωση]] ή, [[τέλος]], μπορεί να προήλθε από [[λάθος]] της μικρογράμματης [[γραφής]]]. | |mltxt=[[βαυκάλιον]] και [[καυκάλιον]], το (AM)<br />μικρή πήλινη ή γυάλινη [[στάμνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα [[βαυκάλιον]] και [[βαύκαλις]] υποκατέστησαν στην καθημερινή [[γλώσσα]] τη λ. [[ψυκτήρ]] και προέρχονται από το [[βαυκαλώ]]. Ο τ. [[καυκάλιον]] ή αναλογικά [[προς]] το [[βαυκάλιον]] ή από το [[βαυκάλιον]] με [[αφομοίωση]] ή, [[τέλος]], μπορεί να προήλθε από [[λάθος]] της μικρογράμματης [[γραφής]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: vase with a narrow neck (pap.)<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: One supposes Egyptian origin. S. Nencioni Riv. degli stud. or. 19 (1940) 98ff. DELG suggests [[βαυκαλάω]], which does not seem probable. On the forms (incl. Fr. [[bocal]]) Leroy-Molinghen, Byzantion 35 (1965) 214-20. - Cf. [[καυκάλιον]] and [[βῖκος]]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''βαυκάλιον''': {baukálion}<br />'''Forms''': [[βαύκαλις]], -ιδος f. N. eines Kühlgefäßes (Sopat., ''AP''). Dazu mittelgr. βαύκη.<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': Bez. eines enghalsigen Gefäßes (Pap. u. a.),<br />'''Etymology''': Ägyptisches Wort, aber Vorbild unklar. Ausführlich darüber Nencioni Riv. degli stud. or. 19, 98ff. — Vgl. [[καυκάλιον]] und [[βῖκος]].<br />'''Page''' 1,228 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, narrow-necked vessel, that gurgles when water is poured in or out, POxy.936.6 (iii A. D.), Olymp. in Mete.93.6: pl., Alex.Aphr.Pr.1.94 (καυκάλιον codd.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 bocal, jarro, POxy.3061.5 (I d.C.), Alex.Aphr.Pr.1.94, POxy.936.6 (III d.C.), 1913.49 (VI d.C.), Pall.HLaus.18, Olymp.in Mete.93.6.
2 medida de capacidad que contenía 3000 ladrillos POxy.2055.42, 2197.3 (VI d.C.).
• Etimología: Seguramente rel. c. βαυκαλάω en virtud del ruido que se produce al beber.
German (Pape)
[Seite 439] τό, ein enghalsiges Gefäß, das beim Ausgießen einen gluchsenden Ton giebt, Sp.; vgl. καυκάλον.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκάλιον: ἢ καυκάλιον, τό, στενόλαιμον ἀγγεῖον, ὅπερ πληρούμενον ὕδατος ἢ κενούμενον παρεῖχεν ἦχόν τινα, μεταγεν. ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Δουκαγγίου.
Greek Monolingual
βαυκάλιον και καυκάλιον, το (AM)
μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και προέρχονται από το βαυκαλώ. Ο τ. καυκάλιον ή αναλογικά προς το βαυκάλιον ή από το βαυκάλιον με αφομοίωση ή, τέλος, μπορεί να προήλθε από λάθος της μικρογράμματης γραφής].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: vase with a narrow neck (pap.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: One supposes Egyptian origin. S. Nencioni Riv. degli stud. or. 19 (1940) 98ff. DELG suggests βαυκαλάω, which does not seem probable. On the forms (incl. Fr. bocal) Leroy-Molinghen, Byzantion 35 (1965) 214-20. - Cf. καυκάλιον and βῖκος.
Frisk Etymology German
βαυκάλιον: {baukálion}
Forms: βαύκαλις, -ιδος f. N. eines Kühlgefäßes (Sopat., AP). Dazu mittelgr. βαύκη.
Grammar: n.
Meaning: Bez. eines enghalsigen Gefäßes (Pap. u. a.),
Etymology: Ägyptisches Wort, aber Vorbild unklar. Ausführlich darüber Nencioni Riv. degli stud. or. 19, 98ff. — Vgl. καυκάλιον und βῖκος.
Page 1,228