γύνανδρος: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gynandros | |Transliteration C=gynandros | ||
|Beta Code=gu/nandros | |Beta Code=gu/nandros | ||
|Definition=[ῠ], ον, < | |Definition=[ῠ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[of doubtful sex]], [[womanish]], S.''Fr.''963, Ael.''Fr.''10, 290.<br><span class="bld">2</span> of a woman, [[virago]], Ph.1.183,2.379. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A of doubtful sex, womanish, S.Fr.963, Ael.Fr.10, 290.
2 of a woman, virago, Ph.1.183,2.379.
Spanish (DGE)
-ον
andrógino, de sexo dudoso o ambiguo de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.Fr.963, χλούνης τε καὶ γ. ἀνήρ hombre castrado y andrógino Ael.Fr.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.Fr.290
•de mujeres virago, marimacho Ph.1.183, 2.379
•gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.Mirac.Thecl.9.25.
German (Pape)
[Seite 511] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.
Russian (Dvoretsky)
γύνανδρος: двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. ἀνήρ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
γύνανδρος: -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, θηλυπρεπής, Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ ἀνδρώδης, virago, Φίλων 1. 183, 512.
Greek Monolingual
(και ως ουσ.), -ο (AM γύνανδρος, -ον)
ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα
φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη
αρχ.
κίναιδος.