ζανεκέως: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zanekeos
|Transliteration C=zanekeos
|Beta Code=zaneke/ws
|Beta Code=zaneke/ws
|Definition=or ζᾰνεκῶς, Adv., Aeol. for <b class="b3">διανεκῶς</b>, cj. in <span class="bibl">Corinn.9</span>; cf. <b class="b3">αἰζηνεκές· διηνεκές, αἰώνιον</b>, Hsch. ζανίδες· <b class="b3">ἡγεμονίδες</b>, Id.
|Definition=or [[ζανεκῶ]]ς, Adv., Aeol. for [[διανεκῶς]], cj. in Corinn.9; cf. <b class="b3">αἰζηνεκές· διηνεκές, αἰώνιον</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ζανίδες· [[ἡγεμονίδες]], Id.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζᾱνεκέως''': ἢ ζᾱνεκῶς, ἐπίρρ., Αἰολ. ἀντὶ διανεκῶς, ἐπανορθωθὲν ἐν Κορίνν. 9 - ἐφθαρμένον τι [[γλώσσημα]] τοῦ Ἡσυχ. ἀναφέρεται εἰς τοῦτον τὸν τύπον, «[[αἰζηνεκές]], διηνεκές, αἰώνιον».
|lstext='''ζᾱνεκέως''': ἢ ζᾱνεκῶς, ἐπίρρ., Αἰολ. ἀντὶ διανεκῶς, ἐπανορθωθὲν ἐν Κορίνν. - ἐφθαρμένον τι [[γλώσσημα]] τοῦ Ἡσυχ. ἀναφέρεται εἰς τοῦτον τὸν τύπον, «[[αἰζηνεκές]], διηνεκές, αἰώνιον».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζανεκέως]] και ζανεκῶς (Α)<br /><b>επίρρ.</b> αιολ. τ. του διηνεκώς, <b>βλ.</b> [[διηνεκής]].
|mltxt=[[ζανεκέως]] και ζανεκῶς (Α)<br /><b>επίρρ.</b> αιολ. τ. του διηνεκώς, <b>βλ.</b> [[διηνεκής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰνεκέως Medium diacritics: ζανεκέως Low diacritics: ζανεκέως Capitals: ΖΑΝΕΚΕΩΣ
Transliteration A: zanekéōs Transliteration B: zanekeōs Transliteration C: zanekeos Beta Code: zaneke/ws

English (LSJ)

or ζανεκῶς, Adv., Aeol. for διανεκῶς, cj. in Corinn.9; cf. αἰζηνεκές· διηνεκές, αἰώνιον, Hsch. ζανίδες· ἡγεμονίδες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾱνεκέως: ἢ ζᾱνεκῶς, ἐπίρρ., Αἰολ. ἀντὶ διανεκῶς, ἐπανορθωθὲν ἐν Κορίνν. 9· - ἐφθαρμένον τι γλώσσημα τοῦ Ἡσυχ. ἀναφέρεται εἰς τοῦτον τὸν τύπον, «αἰζηνεκές, διηνεκές, αἰώνιον».

Greek Monolingual

ζανεκέως και ζανεκῶς (Α)
επίρρ. αιολ. τ. του διηνεκώς, βλ. διηνεκής.