δίκρουνος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikrounos
|Transliteration C=dikrounos
|Beta Code=di/krounos
|Beta Code=di/krounos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with two springs</b>, <b class="b3">ῥυτὸν δ</b>. a vase <b class="b2">from which two kinds of wine could be poured</b>, <span class="bibl">Damox.1.3</span>; <b class="b3">δ., τό,</b> Haussoullier <span class="title">Milet</span> p.199.</span>
|Definition=δίκρουνον, [[with two springs]], <b class="b3">ῥυτὸν δ.</b> a vase [[from which two kinds of wine could be poured]], Damox.1.3; [[δίκρουνον]], τό, Haussoullier ''Milet'' p.199.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de doble caño o pitorro]] ῥυτόν Damox.1.3, [[δίκερας]] ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν <i>ID</i> 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en <i>Philologus</i> 101.1957.105<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[vasija de doble caño]] op. [[μονόκρουνον]] <i>Didyma</i> 467.10 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que fluye con doble chorro]] ῥοή de la herida de [[Cristo]] en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse <i>Chr.Pat</i>.1226.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκρουνος''': -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., [[ἀγγεῖον]], ἐξ οὗ δύο εἰδῶν [[οἶνος]] ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1
|lstext='''δίκρουνος''': -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., [[ἀγγεῖον]], ἐξ οὗ δύο εἰδῶν [[οἶνος]] ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκρουνος]], -ον)<br />(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δίκρουνον</i><br />[[αγγείο]] με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκρουνος Medium diacritics: δίκρουνος Low diacritics: δίκρουνος Capitals: ΔΙΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: díkrounos Transliteration B: dikrounos Transliteration C: dikrounos Beta Code: di/krounos

English (LSJ)

δίκρουνον, with two springs, ῥυτὸν δ. a vase from which two kinds of wine could be poured, Damox.1.3; δίκρουνον, τό, Haussoullier Milet p.199.

Spanish (DGE)

-ον
1 de doble caño o pitorro ῥυτόν Damox.1.3, δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν ID 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en Philologus 101.1957.105
subst. τὸ δ. vasija de doble caño op. μονόκρουνον Didyma 467.10 (II a.C.).
2 que fluye con doble chorro ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse Chr.Pat.1226.

German (Pape)

[Seite 630] mit zwei Quellen, Sprudelröhren; Da mox. Ath. XI, 469 a.

Greek (Liddell-Scott)

δίκρουνος: -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., ἀγγεῖον, ἐξ οὗ δύο εἰδῶν οἶνος ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκρουνος, -ον)
(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον
αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.