Κηληδόνες: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Kēlēdones
|Transliteration B=Kēlēdones
|Transliteration C=Kilidones
|Transliteration C=Kilidones
|Beta Code=*khlhdo/nes
|Beta Code=*khlhdo/nes
|Definition=αἱ, the <span class="title">Charmers</span>, mythical songstresses, like the Sirens, but harmless, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>53</span>, cf.<span class="bibl">Ath.7.290e</span>.
|Definition=αἱ, [[Celedones]], [[Keledones]], the [[Enchantresses]], the [[Charmers]], [[mythical]] [[songstress]]es, like the [[Siren|Sirens]], but harmless, Pi.''Fr.''53, cf.Ath.7.290e.
}}
{{ls
|lstext='''Κηληδόνες''': -αἱ, ᾠδικὰ δαιμόνια ὡς αἱ Σειρῆνες, «αἳ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ταῖς Σειρῆσι τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν διὰ τὴν ἡδονὴν ἀφαυαίνεσθαι» Ἀθήν. 290Ε (Πινδ. Ἀποσπ. 25)· παρὰ Φιλοστρ. Ἴυγγες.
}}
{{grml
|mltxt=[[Κηληδόνες]], αἱ (Α)<br />ωδικά μυθικά δαιμόνια, όπως οι Σειρήνες, [[αλλά]] ακίνδυνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηλέ</i>-<i>ω</i> / -<i>ώ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>δών</i> / -<i>δόνος</i> ([[πρβλ]]. [[αλγηδών]], [[κληδών]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κηληδόνες Medium diacritics: Κηληδόνες Low diacritics: Κηληδόνες Capitals: ΚΗΛΗΔΟΝΕΣ
Transliteration A: Kēlēdónes Transliteration B: Kēlēdones Transliteration C: Kilidones Beta Code: *khlhdo/nes

English (LSJ)

αἱ, Celedones, Keledones, the Enchantresses, the Charmers, mythical songstresses, like the Sirens, but harmless, Pi.Fr.53, cf.Ath.7.290e.

Greek (Liddell-Scott)

Κηληδόνες: -αἱ, ᾠδικὰ δαιμόνια ὡς αἱ Σειρῆνες, «αἳ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ταῖς Σειρῆσι τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν διὰ τὴν ἡδονὴν ἀφαυαίνεσθαι» Ἀθήν. 290Ε (Πινδ. Ἀποσπ. 25)· παρὰ Φιλοστρ. Ἴυγγες.

Greek Monolingual

Κηληδόνες, αἱ (Α)
ωδικά μυθικά δαιμόνια, όπως οι Σειρήνες, αλλά ακίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κηλέ-ω / -ώ + επίθημα -δών / -δόνος (πρβλ. αλγηδών, κληδών)].