Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tristrofos
|Transliteration C=tristrofos
|Beta Code=tri/strofos
|Beta Code=tri/strofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice-twisted</b>, λίνον Meges ap.<span class="bibl">Orib.44.24.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">consisting of three strophes</b>, Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.1</span>.</span>
|Definition=τρίστροφον,<br><span class="bld">A</span> [[thrice-twisted]], λίνον Meges ap.Orib.44.24.12.<br><span class="bld">2</span> [[consisting of three strophes]], Sch.Pi.''O.''9.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίστροφος''': -ον, τρὶς [[ἐστραμμένος]], δηλ. [[καλῶς]] συνεστραμμένος, [[λίνον]] Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.
|lstext='''τρίστροφος''': -ον, τρὶς [[ἐστραμμένος]], δηλ. [[καλῶς]] συνεστραμμένος, [[λίνον]] Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για κλωστές) [[στριμμένος]] [[τρεις]] φορές, καλά [[στριμμένος]] («[[λίνον]] ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] στροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στροφή]]), [[πρβλ]]. [[μονόστροφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίστροφος Medium diacritics: τρίστροφος Low diacritics: τρίστροφος Capitals: ΤΡΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: trístrophos Transliteration B: tristrophos Transliteration C: tristrofos Beta Code: tri/strofos

English (LSJ)

τρίστροφον,
A thrice-twisted, λίνον Meges ap.Orib.44.24.12.
2 consisting of three strophes, Sch.Pi.O.9.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρίστροφος: -ον, τρὶς ἐστραμμένος, δηλ. καλῶς συνεστραμμένος, λίνον Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένοςλίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.)
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. μονόστροφος].