λαβρώνιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lavronios | |Transliteration C=lavronios | ||
|Beta Code=labrw/nios | |Beta Code=labrw/nios | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[large wide cup]], Men.503, Diph.80.1:—also [[λαβρωνία]], ἡ, Eust.1066.3; λαβρώνιον, τό, Men.24.4, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[λαβρό]]- cod.); cf. [[λαβρόνιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαβρώνιος''': ὁ, [[εἶδος]] Περσικοῦ ποτηρίου μεγάλου καὶ πλατέος ἔχοντος καὶ ὦτα μεγάλα (πιθαν. ἐκ τοῦ [[λαβή]]), Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 484C κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἀπαντῶσιν οἱ τύποι λαβρωνία, ἡ, (Εὐστ. 1066. 3), καὶ λαβρώνιον, τό, (Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4. 4). | |lstext='''λαβρώνιος''': ὁ, [[εἶδος]] Περσικοῦ ποτηρίου μεγάλου καὶ πλατέος ἔχοντος καὶ ὦτα μεγάλα (πιθαν. ἐκ τοῦ [[λαβή]]), Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 484C κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἀπαντῶσιν οἱ τύποι λαβρωνία, ἡ, (Εὐστ. 1066. 3), καὶ λαβρώνιον, τό, (Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4. 4). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαβρώνιος]], ὁ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[λαβρώνιον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, large wide cup, Men.503, Diph.80.1:—also λαβρωνία, ἡ, Eust.1066.3; λαβρώνιον, τό, Men.24.4, Hsch. (λαβρό- cod.); cf. λαβρόνιον.
German (Pape)
[Seite 2] ὁ, ein großer weiter Becher, mit Henkeln versehen, nach Ath. XI, 484 c ἀπὸ τῆς ἐν τῷ πίνειν λαβρότητος, mit Beispielen aus com., vgl. noch 500 e u. 784 a.
Greek (Liddell-Scott)
λαβρώνιος: ὁ, εἶδος Περσικοῦ ποτηρίου μεγάλου καὶ πλατέος ἔχοντος καὶ ὦτα μεγάλα (πιθαν. ἐκ τοῦ λαβή), Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 484C κἑξ.· ὡσαύτως ἀπαντῶσιν οἱ τύποι λαβρωνία, ἡ, (Εὐστ. 1066. 3), καὶ λαβρώνιον, τό, (Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4. 4).