κατακεραστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakerastikos | |Transliteration C=katakerastikos | ||
|Beta Code=katakerastiko/s | |Beta Code=katakerastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κατακεραστική, κατακεραστικόν, [[demulcent]], [[restoring normal]] [[κρᾶσις]], Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. Aët.5.129: c. gen., οὔρων δριμέων ''Gp.''12.19.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· | |lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατακεραστικός]], -ή, -όν (AM) [[κατακεράννυμι]]<br />[[κατάλληλος]] για [[μίξη]]. | |mltxt=[[κατακεραστικός]], -ή, -όν (AM) [[κατακεράννυμι]]<br />[[κατάλληλος]] για [[μίξη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
κατακεραστική, κατακεραστικόν, demulcent, restoring normal κρᾶσις, Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. Aët.5.129: c. gen., οὔρων δριμέων Gp.12.19.8.
German (Pape)
[Seite 1352] ή, όν, zum Mischen, Temperiren geschickt, φάρμακα Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κατακεραστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
Greek Monolingual
κατακεραστικός, -ή, -όν (AM) κατακεράννυμι
κατάλληλος για μίξη.