μονόκλωνος: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monoklonos | |Transliteration C=monoklonos | ||
|Beta Code=mono/klwnos | |Beta Code=mono/klwnos | ||
|Definition= | |Definition=μονόκλωνον, [[with a single stem]], Dsc. 4.5, dub. l. in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.18.8, cf. ''PMag.Par.''1.808:—also [[μονόκλων]], ib. 2689. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόκλωνος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές [[έπαρμα]] [[κατά]] την [[ηλεκτροφόρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῶνος]]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόκλωνος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές [[έπαρμα]] [[κατά]] την [[ηλεκτροφόρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῶνος]]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον graf. tb. μονόκλων [[de un solo tallo]] σκευὴ μέλανος ... ἀρτεμισία μ., κατανάγκη <b class="b3">preparación de la tinta: artemisa de un solo tallo, arveja</b> P IV 3200 ἔστιν δὲ καὶ τοῦ μελανίου ἡ σκευή· ... στροβίλια ἄβροχα ζʹ, ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζʹ <b class="b3">esta es la preparación de la tinta: siete piñones secos, siete médulas de artemisa de un solo tallo</b> P I 245 προσβάλλεις δὲ τῷ ζμυρνομέλανι ἀρτεμισίας μονοκλώνου <b class="b3">le añades a la tinta de mirra artemisa de un solo tallo</b> P IV 2237 ἐπίθυμα ἀναγκαστικόν· ... ἔστι δὲ ... ἀρτεμισία μονόκλων, ᾐρμένη ἀνατολῇ, κυνὸς οὐσία <b class="b3">ofrenda coactiva: consiste en artemisa de un solo tallo, cogida al amanecer, entidad de un perro</b> P IV 2688 ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ ἀρτεμισίαν μονόκλωνον, ... δίωκε τοὺς λόγους <b class="b3">con artemisa de un solo tallo en la mano recita las fórmulas</b> P III 703 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
μονόκλωνον, with a single stem, Dsc. 4.5, dub. l. in Thphr. HP 9.18.8, cf. PMag.Par.1.808:—also μονόκλων, ib. 2689.
German (Pape)
[Seite 203] mit einem Zweige, einem Sproß, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκλωνος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα κλῶνα, Διοσκ. 3. 127, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 18.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόκλωνος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή
2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο
3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές έπαρμα κατά την ηλεκτροφόρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλῶνος].
Léxico de magia
-ον graf. tb. μονόκλων de un solo tallo σκευὴ μέλανος ... ἀρτεμισία μ., κατανάγκη preparación de la tinta: artemisa de un solo tallo, arveja P IV 3200 ἔστιν δὲ καὶ τοῦ μελανίου ἡ σκευή· ... στροβίλια ἄβροχα ζʹ, ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζʹ esta es la preparación de la tinta: siete piñones secos, siete médulas de artemisa de un solo tallo P I 245 προσβάλλεις δὲ τῷ ζμυρνομέλανι ἀρτεμισίας μονοκλώνου le añades a la tinta de mirra artemisa de un solo tallo P IV 2237 ἐπίθυμα ἀναγκαστικόν· ... ἔστι δὲ ... ἀρτεμισία μονόκλων, ᾐρμένη ἀνατολῇ, κυνὸς οὐσία ofrenda coactiva: consiste en artemisa de un solo tallo, cogida al amanecer, entidad de un perro P IV 2688 ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ ἀρτεμισίαν μονόκλωνον, ... δίωκε τοὺς λόγους con artemisa de un solo tallo en la mano recita las fórmulas P III 703