τρίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trispastos
|Transliteration C=trispastos
|Beta Code=tri/spastos
|Beta Code=tri/spastos
|Definition=ον, [[drawn threefold]], <b class="b3">τ. ὄργανον</b> a [[triple]] pulley, <span class="bibl">Orib.49.22.1</span>; so [[trispastos]], Vitr.10.2.3; μηχανή <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>2.107</span>.
|Definition=τρίσπαστον, [[drawn threefold]], <b class="b3">τ. ὄργανον</b> a [[triple]] pulley, Orib.49.22.1; so [[trispastos]], Vitr.10.2.3; μηχανή Tz.''H.''2.107.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσπαστος Medium diacritics: τρίσπαστος Low diacritics: τρίσπαστος Capitals: ΤΡΙΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: tríspastos Transliteration B: trispastos Transliteration C: trispastos Beta Code: tri/spastos

English (LSJ)

τρίσπαστον, drawn threefold, τ. ὄργανον a triple pulley, Orib.49.22.1; so trispastos, Vitr.10.2.3; μηχανή Tz.H.2.107.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gezogen, s. τροχαλία.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσπαστος: -ον, μηχάνημα χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. ὄργανον, τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Ὀρειβάσ. 156, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε τρία τμήματα («τρίσπαστον ὄργανον» — τριπλή τροχαλία, Ορειβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίσπαστον
ονομασία χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σπαστός (< σπάω / -), πρβλ. τετράσπαστος].