τορευτής: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toreftis | |Transliteration C=toreftis | ||
|Beta Code=toreuth/s | |Beta Code=toreuth/s | ||
|Definition= | |Definition=τορευτοῦ, ὁ, [[one who works in relief]], Plb.26.1.2, ''CIG''3306 (Smyrna), [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25, ''Sardis'' 7(1) No. 56.10 (ii A. D.); cf. [[τορνευτής]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, der erhabene, getriebene Arbeit macht, der Bildschnitzer, Bildner, Graveur; Pol. 26, 10, 3, Plut. Pericl. 12 u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, der erhabene, getriebene Arbeit macht, der Bildschnitzer, Bildner, Graveur; Pol. 26, 10, 3, Plut. Pericl. 12 u. A. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τορευτής:''' οῦ ὁ [[чеканщик]], [[резчик]] Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορευτής''': -οῦ, ὁ, ἐργαζόμενος [[ἔργον]] τορείας, ἐργαζόμενος ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, κτλ., [[γλύπτης]] (ἴδε [[τορεύω]] ΙΙ), Πολύβ. 16. 10, 3, Συλλ. Ἐπιγρ 3306, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25. ΙΙ. μεταφορ., τορευταὶ λέξεων Βασίλ. τ. 1, σ. 70Β. | |lstext='''τορευτής''': -οῦ, ὁ, ἐργαζόμενος [[ἔργον]] τορείας, ἐργαζόμενος ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, κτλ., [[γλύπτης]] (ἴδε [[τορεύω]] ΙΙ), Πολύβ. 16. 10, 3, Συλλ. Ἐπιγρ 3306, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25. ΙΙ. μεταφορ., τορευταὶ λέξεων Βασίλ. τ. 1, σ. 70Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορεύω]]<br /><b>αρχαιολ.</b> [[καλλιτέχνης]] που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδέξιος]], [[ικανός]] [[ρήτορας]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
τορευτοῦ, ὁ, one who works in relief, Plb.26.1.2, CIG3306 (Smyrna), D.H.Comp.25, Sardis 7(1) No. 56.10 (ii A. D.); cf. τορνευτής.
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, der erhabene, getriebene Arbeit macht, der Bildschnitzer, Bildner, Graveur; Pol. 26, 10, 3, Plut. Pericl. 12 u. A.
Russian (Dvoretsky)
τορευτής: οῦ ὁ чеканщик, резчик Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τορευτής: -οῦ, ὁ, ἐργαζόμενος ἔργον τορείας, ἐργαζόμενος ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, κτλ., γλύπτης (ἴδε τορεύω ΙΙ), Πολύβ. 16. 10, 3, Συλλ. Ἐπιγρ 3306, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25. ΙΙ. μεταφορ., τορευταὶ λέξεων Βασίλ. τ. 1, σ. 70Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τορεύω
αρχαιολ. καλλιτέχνης που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής
μσν.-αρχ.
επιδέξιος, ικανός ρήτορας.