πολεμητέον: Difference between revisions
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polemiteon | |Transliteration C=polemiteon | ||
|Beta Code=polemhte/on | |Beta Code=polemhte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must go to war]], Ar.''Lys.''496, Arist.''Rh.''1396a8; ἑκάστοις [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 304e: pl. πολεμητέα, Th.1.79, D.C.36.46. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολεμητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πολεμέω]], δεῖ πολεμεῖν, Ἀριστοφ. Λυσ. 496, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 5· τινι, κατά τινος, Πλάτ. Πολιτικ. 304Ε· ― πληθ. πολεμητέα, Θουκ. 1. 79, Δίων Κ. 36. 29. | |lstext='''πολεμητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πολεμέω]], δεῖ πολεμεῖν, Ἀριστοφ. Λυσ. 496, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 5· τινι, κατά τινος, Πλάτ. Πολιτικ. 304Ε· ― πληθ. πολεμητέα, Θουκ. 1. 79, Δίων Κ. 36. 29. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολεμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[πολεμέω]], αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να πολεμήσει, σε Αριστ.· πληθ. [[πολεμητέα]], σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολεμητέον, adj. verb. van πολεμέω, er moet oorlog gevoerd worden; ook plur. πολεμητέα. Thuc. 1.79.2. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
one must go to war, Ar.Lys.496, Arist.Rh.1396a8; ἑκάστοις Pl.Plt. 304e: pl. πολεμητέα, Th.1.79, D.C.36.46.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πολεμέω, δεῖ πολεμεῖν, Ἀριστοφ. Λυσ. 496, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 5· τινι, κατά τινος, Πλάτ. Πολιτικ. 304Ε· ― πληθ. πολεμητέα, Θουκ. 1. 79, Δίων Κ. 36. 29.
Greek Monotonic
πολεμητέον: ρημ. επίθ. του πολεμέω, αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να πολεμήσει, σε Αριστ.· πληθ. πολεμητέα, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμητέον, adj. verb. van πολεμέω, er moet oorlog gevoerd worden; ook plur. πολεμητέα. Thuc. 1.79.2.