χορίαμβος: Difference between revisions
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choriamvos | |Transliteration C=choriamvos | ||
|Beta Code=xori/ambos | |Beta Code=xori/ambos | ||
|Definition=ὁ, in metre, [[choriambus]], i.e. foot of four syllables (- -), consisting of a [[chorius]] (- ) and [[iambus]] ( -), | |Definition=ὁ, in metre, [[choriambus]], i.e. foot of four syllables (- -), consisting of a [[chorius]] (-) and [[iambus]] (-), Heph.3.3, Aristid. Quint.1.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, in metre, choriambus, i.e. foot of four syllables (- -), consisting of a chorius (-) and iambus (-), Heph.3.3, Aristid. Quint.1.22.
German (Pape)
[Seite 1366] ὁ, in der Metrik ein viersylbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- ñ ñ- ], Gramm.
Russian (Dvoretsky)
χορίαμβος: ὁ стих. хориамб (стопа ‒∪∪‒).
Greek (Liddell-Scott)
χορίαμβος: ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συγκείμενος ἐκ χορείου (= τροχαίου) καὶ ἰάμβου (-υυ-), Terent. Maur.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
(μετρ.) τετρασύλλαβος εξάσημος πους, αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο οποίος έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορ-εῖος «είδος μετρικού ποδός» + ἴαμβος.
Mantoulidis Etymological
[=τετρασύλλαβος μετρικός πόδας πού ἔχει ἕναν τροχαῖο (-υ) καί ἕναν ἴαμβο (υ-) (-υυ-)]. Ἀπό τό χορεῖος ἤ χόριος + ἴαμβος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χορός.