ἀλιτήμερος: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alitimeros | |Transliteration C=alitimeros | ||
|Beta Code=a)lith/meros | |Beta Code=a)lith/meros | ||
|Definition= | |Definition=ἀλιτήμερον, [[missing the right day]], [[untimely born]], like [[ἠλιτόμηνος]], cj. Guyet in Hes.''Sc.''91 (for [[ἀλιτήμενον]]), cf. ''EM''428.10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀλιτήμερον, missing the right day, untimely born, like ἠλιτόμηνος, cj. Guyet in Hes.Sc.91 (for ἀλιτήμενον), cf. EM428.10.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτήμερος) -ον
nacido antes de tiempo, prematuro μὴ τυφλὰ κἀλιτήμερα ... τέκω Archil.300.26, cf. EM 428.10G.
German (Pape)
[Seite 99] vertheidigt, was den Tag verfehlend, zu früh geboren, heißen soll; vgl. ἠλιτόμηνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτήμερος: -ον, ὁ ἀπατηθεὶς περὶ τὴν ἡμέραν, προώρως γεννηθείς, ὡς τὸ ἠλιτόμηνος, Ἡσ. Ἀσπ. 91 (κατ’ εἰκασ. τοῦ Guieti ἀντὶ ἀλιτήμενον)· «ἠλιτόμηνος καὶ ἀλιτήμερος· σημαίνει δὲ τὸν ἑπταμηνιαῖον γεννηθέντα παῖδα», Ἐτυμ. Μ. 428. 10.
Greek Monolingual
ἀλιτήμερος, -ον (Α)
αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ- (< θ. ἀλιτ- του αορ. β΄ ἤλιτον του ρ. ἀλιταίνω) + -ημερος < ἡμέρα
ο σχηματισμός του επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος].