εὐκατάστροφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efkatastrofos
|Transliteration C=efkatastrofos
|Beta Code=eu)kata/strofos
|Beta Code=eu)kata/strofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">brought to a good conclusion, well-turned</b>, of a period: only in Adv. -φως, ἀπηρτίσθαι <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>10</span>.</span>
|Definition=εὐκατάστροφον, [[brought to a good conclusion]], [[well-turned]], of a period: only in Adv. [[εὐκαταστρόφως]], ἀπηρτίσθαι Demetr.''Eloc.''10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάστροφος]], -ον (Α)<br />(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «[[καταστροφή]]», που ολοκληρώνεται με [[σαφήνεια]] και [[ωραίο]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>στροφος</i>).
|mltxt=[[εὐκατάστροφος]], -ον (Α)<br />(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «[[καταστροφή]]», που ολοκληρώνεται με [[σαφήνεια]] και [[ωραίο]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[στρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[κατά]]-<i>στροφος</i>).
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάστροφος Medium diacritics: εὐκατάστροφος Low diacritics: ευκατάστροφος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: eukatástrophos Transliteration B: eukatastrophos Transliteration C: efkatastrofos Beta Code: eu)kata/strofos

English (LSJ)

εὐκατάστροφον, brought to a good conclusion, well-turned, of a period: only in Adv. εὐκαταστρόφως, ἀπηρτίσθαι Demetr.Eloc.10.

German (Pape)

[Seite 1074] wohl abgerundet, κόμματα Demetr. de elocut. 10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάστροφος: -ον, καλῶς συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.

Greek Monolingual

εὐκατάστροφος, -ον (Α)
(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «καταστροφή», που ολοκληρώνεται με σαφήνεια και ωραίο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-στροφος (< κατα-στρέφω), πρβλ. α-κατά-στροφος).