κυλινδρικός: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kylindrikos | |Transliteration C=kylindrikos | ||
|Beta Code=kulindriko/s | |Beta Code=kulindriko/s | ||
|Definition= | |Definition=κυλινδρική, κυλινδρικόν, [[cylindrical]], Archim.''Sph.Cyl.''1.11, Hero ''Spir.'' 1.37, Theo Sm.p.195 H., al. Adv. [[κυλινδρικῶς]] Plu.2.682d. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλινδρικός]], -ή, -όν) [[κύλινδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει [[σχήμα]] κυλίνδρου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. <i>κυλινδρικά</i> και -<i>ώς</i> (Α κυλινδρικῶς)<br />με κυλινδρικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλινδρικός]], -ή, -όν) [[κύλινδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει [[σχήμα]] κυλίνδρου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. <i>κυλινδρικά</i> και -<i>ώς</i> (Α κυλινδρικῶς)<br />με κυλινδρικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυλινδρικός -ή -όν [κύλινδρος] [[cilindervormig]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[walzenförmig]], [[zylindrisch]]</i>, Sp.; auch adv., Plut. <i>Symp</i>. 5.7.5. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
κυλινδρική, κυλινδρικόν, cylindrical, Archim.Sph.Cyl.1.11, Hero Spir. 1.37, Theo Sm.p.195 H., al. Adv. κυλινδρικῶς Plu.2.682d.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλινδρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κυλινδροειδής, σωλήν ἐστιν κυλινδρικὸς Συνέσ. 172D· ἀγγεῖον κυλινδρικὸν Ἣρων π. Πνεύμ. 190, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 682D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κυλινδρικός, -ή, -όν) κύλινδρος
1. αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει σχήμα κυλίνδρου
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. κυλινδρικά και -ώς (Α κυλινδρικῶς)
με κυλινδρικό τρόπο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυλινδρικός -ή -όν [κύλινδρος] cilindervormig.
German (Pape)
walzenförmig, zylindrisch, Sp.; auch adv., Plut. Symp. 5.7.5.