ῥοάς: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=roas
|Transliteration C=roas
|Beta Code=r(oa/s
|Beta Code=r(oa/s
|Definition=άδος, ἡ, (ῥέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shedding of fruit</b>, a disease of vines, f.l. for [[ῥυάς]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.14.6</span>.</span>
|Definition=ῥοάδος, ἡ, ([[ῥέω]]) [[shedding of fruit]], a disease of vines, [[falsa lectio|f.l.]] for [[ῥυάς]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.14.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοάς''': -άδος, ἡ, (ῥέω) ἡ [[νόσος]] τῶν [[ἀμπέλων]], [[ὅταν]] ἀπορρέωσιν αἱ ῥᾶγες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ῥυὰς ἐν τῷ Γεωπ.· «ἐκλήθησαν δὲ ῥυάδες αἱ μὴ συνέχουσαι τὸν καρπόν, ἀπὸ τοῦ ῥεῖν» Γεωπ. 5. 39, 4, πρβλ. [[ῥυάς]].
|lstext='''ῥοάς''': -άδος, ἡ, (ῥέω) ἡ [[νόσος]] τῶν [[ἀμπέλων]], [[ὅταν]] ἀπορρέωσιν αἱ ῥᾶγες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ῥυὰς ἐν τῷ Γεωπ.· «ἐκλήθησαν δὲ ῥυάδες αἱ μὴ συνέχουσαι τὸν καρπόν, ἀπὸ τοῦ ῥεῖν» Γεωπ. 5. 39, 4, πρβλ. [[ῥυάς]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />(σχετικά με νόσο τών αμπελιών) [[πτώση]] τών καρπών, [[πτώση]] τών ρωγών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εσφ. γρφ. [[αντί]] [[ῥυάς]].
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοάς Medium diacritics: ῥοάς Low diacritics: ροάς Capitals: ΡΟΑΣ
Transliteration A: rhoás Transliteration B: rhoas Transliteration C: roas Beta Code: r(oa/s

English (LSJ)

ῥοάδος, ἡ, (ῥέω) shedding of fruit, a disease of vines, f.l. for ῥυάς, Thphr. HP 4.14.6.

German (Pape)

[Seite 846] άδος, ἡ, das Fließen, eine Krankheit der Weinstöcke, Sp., wie Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοάς: -άδος, ἡ, (ῥέω) ἡ νόσος τῶν ἀμπέλων, ὅταν ἀπορρέωσιν αἱ ῥᾶγες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ῥυὰς ἐν τῷ Γεωπ.· «ἐκλήθησαν δὲ ῥυάδες αἱ μὴ συνέχουσαι τὸν καρπόν, ἀπὸ τοῦ ῥεῖν» Γεωπ. 5. 39, 4, πρβλ. ῥυάς.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(σχετικά με νόσο τών αμπελιών) πτώση τών καρπών, πτώση τών ρωγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί ῥυάς.