διαρθρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diarthrotikos | |Transliteration C=diarthrotikos | ||
|Beta Code=diarqrwtiko/s | |Beta Code=diarqrwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διαρθρωτική, διαρθρωτικόν, [[explanatory]], Epict.''Ench.''52; δ. τέχνη S.E.''M.''1.300; [[giving shape]] or [[form]], Sch.Hes.''Th.''139. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que da forma]] τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόν Sch.Hes.<i>Th</i>.139.<br /><b class="num">2</b> [[capaz de distinguir claramente]] τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ. Epict.<i>Ench</i>.52, τέχνη δ. S.E.<i>M</i>.1.300. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρθρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, [[διασαφητικός]], Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139. | |lstext='''διαρθρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, [[διασαφητικός]], Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
διαρθρωτική, διαρθρωτικόν, explanatory, Epict.Ench.52; δ. τέχνη S.E.M.1.300; giving shape or form, Sch.Hes.Th.139.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que da forma τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόν Sch.Hes.Th.139.
2 capaz de distinguir claramente τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ. Epict.Ench.52, τέχνη δ. S.E.M.1.300.
German (Pape)
[Seite 599] ή, όν, gliedernd, ausbildend, Schol. Hes. Th. 139; – deutlich machend, Epict. ench. 52, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διαρθρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, διασαφητικός, Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ ἐπιτήδειος εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139.