ἀρυταινοειδής: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(big3_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arytainoeidis | |Transliteration C=arytainoeidis | ||
|Beta Code=a)rutainoeidh/s | |Beta Code=a)rutainoeidh/s | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ές, [[shaped like an]] <b class="b3">ἀρύταινα, χόνδρος ἀ.</b> [[arytenoid]] cartilage of the larynx, Gal.''UP''7.11, cf. 18(2).951. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br />anat. [[aritenoides]] e.d. [[de forma de cazo]] (χόνδρος) οὖ τὸ [[ἄνω]] πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσι (cartílago) a cuyo extremo llaman aritenoides la mayoría de los anatomistas</i> Gal.3.553<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[el aritenoides]] Gal.18(2).951. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἀρῠταινοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ἀρυταίνης, «ὁ [[τρίτος]] [[χόνδρος]] (τοῦ λάρυγγος) εἰς στενὸν κομιδῇ καὶ αὐτὸς τελευτᾷ, οὗ τὸ ἄνω [[πέρας]] ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσιν ἀπὸ τῆς τοῦ σχήματος ὁμοιότητος πρὸς ταύτας δὴ τὰς προχόους, ἃς ἤδη καὶ ἀρυταίνας [[ἔνιοι]] καλοῦσι», Γαλην. 3. 553, πρβλ. 556. | |lstext='''ἀρῠταινοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ἀρυταίνης, «ὁ [[τρίτος]] [[χόνδρος]] (τοῦ λάρυγγος) εἰς στενὸν κομιδῇ καὶ αὐτὸς τελευτᾷ, οὗ τὸ ἄνω [[πέρας]] ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσιν ἀπὸ τῆς τοῦ σχήματος ὁμοιότητος πρὸς ταύτας δὴ τὰς προχόους, ἃς ἤδη καὶ ἀρυταίνας [[ἔνιοι]] καλοῦσι», Γαλην. 3. 553, πρβλ. 556. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ές (Α [[ἀρυταινοειδής]], [-οῦς], -ές)<br />αυτός που μοιάζει στο [[σχήμα]] με [[αρύταινα]] (αποδίδεται στον τρίτο χόνδρο του λάρυγγα) (Γαληνός)<br /><b>νεοελλ.</b><br />«αρυταινοειδείς μύες» — [[ζεύγος]] [[μυών]] που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα [[κατά]] την [[κατάποση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ές, shaped like an ἀρύταινα, χόνδρος ἀ. arytenoid cartilage of the larynx, Gal.UP7.11, cf. 18(2).951.
Spanish (DGE)
-ές
anat. aritenoides e.d. de forma de cazo (χόνδρος) οὖ τὸ ἄνω πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσι (cartílago) a cuyo extremo llaman aritenoides la mayoría de los anatomistas Gal.3.553
•subst. ὁ ἀ. el aritenoides Gal.18(2).951.
German (Pape)
[Seite 364] χόνδρος, gießkannensörmig, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρῠταινοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ἀρυταίνης, «ὁ τρίτος χόνδρος (τοῦ λάρυγγος) εἰς στενὸν κομιδῇ καὶ αὐτὸς τελευτᾷ, οὗ τὸ ἄνω πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσιν ἀπὸ τῆς τοῦ σχήματος ὁμοιότητος πρὸς ταύτας δὴ τὰς προχόους, ἃς ἤδη καὶ ἀρυταίνας ἔνιοι καλοῦσι», Γαλην. 3. 553, πρβλ. 556.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀρυταινοειδής, [-οῦς], -ές)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με αρύταινα (αποδίδεται στον τρίτο χόνδρο του λάρυγγα) (Γαληνός)
νεοελλ.
«αρυταινοειδείς μύες» — ζεύγος μυών που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα κατά την κατάποση.