μισόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misochristos
|Transliteration C=misochristos
|Beta Code=miso/xrhstos
|Beta Code=miso/xrhstos
|Definition=ον, [[hating the better sort]], opp. [[μισόδημος]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.47</span>, cf. <span class="bibl">D.H.8.6</span>; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>p.93</span> G.
|Definition=μισόχρηστον, [[hating the better sort]], opp. [[μισόδημος]], X.''HG''2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.''Piet.''p.93 G.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui hait les gens de bien;<br /><i>Sp.</i> μισοχρηστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[χρηστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσόχρηστος:''' [[ненавидящий порядочных людей]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσόχρηστος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.
|lstext='''μῑσόχρηστος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui hait les gens de bien;<br /><i>Sp.</i> μισοχρηστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[χρηστός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισόχρηστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόχρηστον</i><br />[[μίσος]] [[κατά]] τών χρηστών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] ([[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>χρηστος</i>)].
|mltxt=[[μισόχρηστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόχρηστον</i><br />[[μίσος]] [[κατά]] τών χρηστών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] ([[πρβλ]]. [[φιλόχρηστος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑσόχρηστος:''' -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.
|lsmtext='''μῑσόχρηστος:''' -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσόχρηστος:''' [[ненавидящий порядочных людей]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑσό-χρηστος, ον<br />[[hating]] the [[better]] [[sort]], Xen.
|mdlsjtxt=μῑσό-χρηστος, ον<br />[[hating]] the [[better]] [[sort]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόχρηστος Medium diacritics: μισόχρηστος Low diacritics: μισόχρηστος Capitals: ΜΙΣΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: misóchrēstos Transliteration B: misochrēstos Transliteration C: misochristos Beta Code: miso/xrhstos

English (LSJ)

μισόχρηστον, hating the better sort, opp. μισόδημος, X.HG2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.Piet.p.93 G.

German (Pape)

[Seite 192] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les gens de bien;
Sp. μισοχρηστότατος.
Étymologie: μισέω, χρηστός.

Russian (Dvoretsky)

μῑσόχρηστος: ненавидящий порядочных людей Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόχρηστος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.

Greek Monolingual

μισόχρηστος, -ον (Α)
1. αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόχρηστον
μίσος κατά τών χρηστών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρηστός (πρβλ. φιλόχρηστος)].

Greek Monotonic

μῑσόχρηστος: -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.

Middle Liddell

μῑσό-χρηστος, ον
hating the better sort, Xen.