καταχρηματίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katachrimatizo | |Transliteration C=katachrimatizo | ||
|Beta Code=kataxrhmati/zw | |Beta Code=kataxrhmati/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[deal with]], ''SIG''1023.73 (Cos, iii/ii B.C.), ''GDI'' 3624a32 (ibid.): [[dispose of]] property, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''506.42 (ii A.D.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταχρηματίζω''': [[χρηματίζω]], καταχρηματιζόντω οἱ [[ναποῖαι]] τὸς ἀπογραψαμένος, [[καθότι]] καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ. | |lstext='''καταχρηματίζω''': [[χρηματίζω]], καταχρηματιζόντω οἱ [[ναποῖαι]] τὸς ἀπογραψαμένος, [[καθότι]] καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταχρηματίζω]] (Α)<br />(<b>επιγρ.</b> και πάπ.)<br /><b>1.</b> συναλλάσσομαι<br /><b>2.</b> [[διαθέτω]] την [[περιουσία]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματίζω]] «[[κάνω]] χρηματικές συναλλαγές»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
deal with, SIG1023.73 (Cos, iii/ii B.C.), GDI 3624a32 (ibid.): dispose of property, POxy.506.42 (ii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρηματίζω: χρηματίζω, καταχρηματιζόντω οἱ ναποῖαι τὸς ἀπογραψαμένος, καθότι καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.
Greek Monolingual
καταχρηματίζω (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. συναλλάσσομαι
2. διαθέτω την περιουσία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρηματίζω «κάνω χρηματικές συναλλαγές»].