ξιφύδριον: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksifydrion
|Transliteration C=ksifydrion
|Beta Code=cifu/drion
|Beta Code=cifu/drion
|Definition=τό, Dim. of [[ξίφος]], only used = [[τελλίνη]], Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib. 2.58.116</span>, Hsch.; cf. [[σκιφύδριον]].
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[ξίφος]], only used = [[τελλίνη]], Xenocr. ap. Orib. 2.58.116, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[σκιφύδριον]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφύδριον Medium diacritics: ξιφύδριον Low diacritics: ξιφύδριον Capitals: ΞΙΦΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: xiphýdrion Transliteration B: xiphydrion Transliteration C: ksifydrion Beta Code: cifu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of ξίφος, only used = τελλίνη, Xenocr. ap. Orib. 2.58.116, Hsch.; cf. σκιφύδριον.

German (Pape)

[Seite 280] τό, dim. von ξίφος (?). So heißt die Muschel τελλίνη, Xenocr. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξίφος, ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ὡς = τῷ τελλίνη, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 38. 59, ἔνθα ὁ Κοραῆς ἐν σημειώσει (σ. 154) λέγει: «τελλίναι ἢ ξιφύδρια, Ἐπίχαρμος δὲ (παρὰ τῷ Ἀθηναίῳ σ. 85) καὶ τέλλιν (παρὰ τὴν τέλλις εὐθεῖαν) καλεῖ τὴν τελλίναν καὶ σκιφύδριον Αἰολικῶς ἀντὶ ξιφύδριον. Τῶν κογχῶν ἢ χημῶν τὰς ἐλαχίστας εἶναί φησιν ὁ Βελλώνιος (σ. 402) τὰς παρὰ τοῖς ἀρχαίοις καλουμένας τελλίνας» κτλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ξιφύδρια· κοχλία». Ἴδε Ἐπιχάρμ. Ἀποσπ. 23 Ahr.· πρβλ. ξιφίας. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.

Greek Monolingual

ξιφύδριον και, κατά τον Ησύχ., σκιφύδριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ξίφος)
1. μικρό ξίφος
2. η τελλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].