περιρρώξ: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perirroks | |Transliteration C=perirroks | ||
|Beta Code=perirrw/c | |Beta Code=perirrw/c | ||
|Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, [[broken off all round]], [[abrupt]], <b class="b3">πέτρα ἀπότομος καὶ π</b | |Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, [[broken off all round]], [[abrupt]], <b class="b3">πέτρα ἀπότομος καὶ π.</b> Plb.9.27.4, cf. D.H.9.15 (=Plb.''Fr.''200). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῶγος, ὁ, ἡ, <i>[[ringsherum]] [[abgerissen]], [[schroff]], [[steil]]</i>, [[πέτρα]], Pol. 9.27.4. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, ἡ, broken off all round, abrupt, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Plb.9.27.4, cf. D.H.9.15 (=Plb.Fr.200).
German (Pape)
ῶγος, ὁ, ἡ, ringsherum abgerissen, schroff, steil, πέτρα, Pol. 9.27.4.
Russian (Dvoretsky)
περιρρώξ: ῶγος adj. кругом обрывистый (πέτρα ἀπότομος καὶ π. Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
περιρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἀπόκρημνος πανταχόθεν, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Πολύβ. 9. 27, 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 15· πρβλ. ἀπορρώξ.
Greek Monolingual
-ῶγος, ὁ, ἡ, Α
(για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυρα («πέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ-ρωγ-α), πρβλ. από-ρρωξ, κατά-ρρωξ].