μονοπάλης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monopalis
|Transliteration C=monopalis
|Beta Code=monopa/lhs
|Beta Code=monopa/lhs
|Definition=Ion. μουνο- [<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who conquers in wrestling only</b> (or <b class="b2">in single bouts</b>), Epigr. ap. <span class="bibl">Paus.6.4.6</span>.</span>
|Definition=Ion. [[μουνοπάλης]] [ᾰ], ου, ὁ, one who [[conquer]]s in [[wrestling]] [[only]] (or in [[single]] [[bout]]s), Epigr. ap. Paus.6.4.6.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ὁ, poet. μουνοπάλης, allein, im Zweikampfe ringend, Epigr. b. Paus. 6, 4, 7.
}}
{{ls
|lstext='''μονοπάλης''': Ἰων. μουν-, ου, ὁ, ὁ μόνον ἐν πάλῃ νικῶν, οὐχὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσιν, Ἐπίγρ. παρὰ Παυσ. 6. 4, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μουνοπάλαι· οἱ μόνῃ πάλῃ νικῶντες».
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοπάλης]], ιων. τ. μουνοπάλης, ὁ (Α)<br />αυτός που νικά μόνο στην [[πάλη]] και όχι σε άλλα αγωνίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλη]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοπάλης Medium diacritics: μονοπάλης Low diacritics: μονοπάλης Capitals: ΜΟΝΟΠΑΛΗΣ
Transliteration A: monopálēs Transliteration B: monopalēs Transliteration C: monopalis Beta Code: monopa/lhs

English (LSJ)

Ion. μουνοπάλης [ᾰ], ου, ὁ, one who conquers in wrestling only (or in single bouts), Epigr. ap. Paus.6.4.6.

German (Pape)

[Seite 204] ὁ, poet. μουνοπάλης, allein, im Zweikampfe ringend, Epigr. b. Paus. 6, 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπάλης: Ἰων. μουν-, ου, ὁ, ὁ μόνον ἐν πάλῃ νικῶν, οὐχὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσιν, Ἐπίγρ. παρὰ Παυσ. 6. 4, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μουνοπάλαι· οἱ μόνῃ πάλῃ νικῶντες».

Greek Monolingual

μονοπάλης, ιων. τ. μουνοπάλης, ὁ (Α)
αυτός που νικά μόνο στην πάλη και όχι σε άλλα αγωνίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάλης (< πάλη)].