σύννυμφος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synnymfos
|Transliteration C=synnymfos
|Beta Code=su/nnumfos
|Beta Code=su/nnumfos
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">husband's brother's wife</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ru.</span>1.15</span>, KeilPremerstein <b class="b2">Zweiter Bericht</b> No.<span class="bibl">128</span> (Attaleia, ii A.D.), <span class="bibl">Eust.648.43</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[husband's brother's wife]], [[LXX]] ''Ru.''1.15, KeilPremerstein ''Zweiter Bericht'' No.128 (Attaleia, ii A.D.), Eust.648.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύννυμφος''': ἡ, πληθ. αἱ σύννυμφοι, αἱ σύζυγοι δύο ἀδελφῶν, κοινῶς «συννυφάδες», «Αἴλιος δὲ [[Διονύσιος]] οὕτω φράζει: ‘‘[[εἰνάτερες]] ἐν ταῖς [[ἀλλήλων]] ἀδελφοῖς γεγαμημέναι, ἃς συννύμφους τινές φασιν’’» Εὐστ. 648. 43, Βυζ.
|lstext='''σύννυμφος''': ἡ, πληθ. αἱ σύννυμφοι, αἱ σύζυγοι δύο ἀδελφῶν, κοινῶς «συννυφάδες», «Αἴλιος δὲ [[Διονύσιος]] οὕτω φράζει: ‘‘[[εἰνάτερες]] ἐν ταῖς [[ἀλλήλων]] ἀδελφοῖς γεγαμημέναι, ἃς συννύμφους τινές φασιν’’» Εὐστ. 648. 43, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[συνυφάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>νυμφος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννυμφος Medium diacritics: σύννυμφος Low diacritics: σύννυμφος Capitals: ΣΥΝΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: sýnnymphos Transliteration B: synnymphos Transliteration C: synnymfos Beta Code: su/nnumfos

English (LSJ)

ἡ, husband's brother's wife, LXX Ru.1.15, KeilPremerstein Zweiter Bericht No.128 (Attaleia, ii A.D.), Eust.648.43.

German (Pape)

[Seite 1028] mit vermählt, E. M., LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σύννυμφος: ἡ, πληθ. αἱ σύννυμφοι, αἱ σύζυγοι δύο ἀδελφῶν, κοινῶς «συννυφάδες», «Αἴλιος δὲ Διονύσιος οὕτω φράζει: ‘‘εἰνάτερες ἐν ταῖς ἀλλήλων ἀδελφοῖς γεγαμημέναι, ἃς συννύμφους τινές φασιν’’» Εὐστ. 648. 43, Βυζ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
συνυφάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. παρά-νυμφος].