ὀδοντοφυΐα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odontofyia
|Transliteration C=odontofyia
|Beta Code=o)dontofui/+a
|Beta Code=o)dontofui/+a
|Definition=Ion. ὀδοντοφυ-ΐη, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">teething</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Dent.</span>6</span>, al., <span class="bibl">Poll.2.96</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.206d</span>, <span class="bibl">Herm.<span class="title">in Phdr.</span>p.161</span> A., <span class="bibl">Paul.Aeg.1.9</span>.</span>
|Definition=Ion. [[ὀδοντοφυΐη]], ἡ, [[teething]], Hp.''Dent.''6, al., Poll.2.96, Jul.''Or.''7.206d, Herm.''in Phdr.''p.161 A., Paul.Aeg.1.9.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ἡ, das Zahnen u. der damit verbundene Schmerz, Paul. Aeg., Poll. 2, 96.
}}
{{ls
|lstext='''ὀδοντοφυΐα''': ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων [[ἔκφυσις]] καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ [[πόνος]], Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀδοντοφυΐα]], Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) [[οδοντοφυώ]]<br />η [[έκφυση]], το [[φύτρωμα]] τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες του νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> η [[οδοντοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[κνησμός]] και [[πόνος]] που προκαλείται [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της έκφυσης τών δοντιών.
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδοντοφῠΐα Medium diacritics: ὀδοντοφυΐα Low diacritics: οδοντοφυΐα Capitals: ΟΔΟΝΤΟΦΥΪΑ
Transliteration A: odontophyḯa Transliteration B: odontophuia Transliteration C: odontofyia Beta Code: o)dontofui/+a

English (LSJ)

Ion. ὀδοντοφυΐη, ἡ, teething, Hp.Dent.6, al., Poll.2.96, Jul.Or.7.206d, Herm.in Phdr.p.161 A., Paul.Aeg.1.9.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, das Zahnen u. der damit verbundene Schmerz, Paul. Aeg., Poll. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντοφυΐα: ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων ἔκφυσις καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ πόνος, Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀδοντοφυΐα, Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) οδοντοφυώ
η έκφυση, το φύτρωμα τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες του νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις
(μσν.-αρχ.)
1. η οδοντοστοιχία
2. κνησμός και πόνος που προκαλείται κατά τη διαδικασία της έκφυσης τών δοντιών.