ἀλίνδησις: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alindisis | |Transliteration C=alindisis | ||
|Beta Code=a)li/ndhsis | |Beta Code=a)li/ndhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[rolling in dust]], exercise in which wrestlers rolled on the ground, Hp. ''Vict.''2.64, 3.68, Ruf. ap. Orib.inc.2.11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[ejercicio de revolcarse]] que hacían los luchadores, Hp.<i>Vict</i>.2.64, 3.68, Ruf. en Orib.<i>Inc</i>.18.12. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλίνδησις''': -εως, ἡ, ἡ ἐν κόνει [[κυλίνδησις]], ἄσκησις, καθ’ ἣν οἱ παλαίοντες ἐκυλίοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἱππ. 364.13, 368. 26. | |lstext='''ἀλίνδησις''': -εως, ἡ, ἡ ἐν κόνει [[κυλίνδησις]], ἄσκησις, καθ’ ἣν οἱ παλαίοντες ἐκυλίοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἱππ. 364.13, 368. 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλίνδησις]] (-εως), η (Α) [[ἀλινδῶ]]<br />[[κύλισμα]] στη [[σκόνη]] (η λ. δηλώνει συγκεκριμένα [[είδος]] πάλης, [[κατά]] την οποία οι παλαιστές κυλιούνταν στο [[έδαφος]]). | |mltxt=[[ἀλίνδησις]] (-εως), η (Α) [[ἀλινδῶ]]<br />[[κύλισμα]] στη [[σκόνη]] (η λ. δηλώνει συγκεκριμένα [[είδος]] πάλης, [[κατά]] την οποία οι παλαιστές κυλιούνταν στο [[έδαφος]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, rolling in dust, exercise in which wrestlers rolled on the ground, Hp. Vict.2.64, 3.68, Ruf. ap. Orib.inc.2.11.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ejercicio de revolcarse que hacían los luchadores, Hp.Vict.2.64, 3.68, Ruf. en Orib.Inc.18.12.
German (Pape)
[Seite 97] ἡ, das Wälzen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίνδησις: -εως, ἡ, ἡ ἐν κόνει κυλίνδησις, ἄσκησις, καθ’ ἣν οἱ παλαίοντες ἐκυλίοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἱππ. 364.13, 368. 26.
Greek Monolingual
ἀλίνδησις (-εως), η (Α) ἀλινδῶ
κύλισμα στη σκόνη (η λ. δηλώνει συγκεκριμένα είδος πάλης, κατά την οποία οι παλαιστές κυλιούνταν στο έδαφος).